Το πρόγραμμα Outright Monetary Transactions (OMT – Αμεσες Νομισματικές Συναλλαγές) που παρουσίασε χθες ο Μάριο Ντράγκι φιλοδοξεί να είναι η οριστική απάντηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην αβεβαιότητα σχετικά με την μακροημέρευση του ευρώ ως ενιαίου νομίσματος της ευρωζώνης.

Τα βασικά χαρακτηριστικά του προγράμματος είναι:

– Η παρέμβαση θα είναι απεριόριστη και θα αφορά μόνον τη δευτερογενή αγορά ομολόγων. Δεν θα δημιουργεί πληθωριστικές πιέσεις (δεν θα τυπώνεται χρήμα, δηλαδή), γιατί προβλέπονται αντίστοιχες πωλήσεις άλλων στοιχείων ενεργητικού. Θα αφορά στήριξη βραχυπρόθεσμου χρέους, κυρίως ομόλογα λήξεως τριετίας.

– Η ΕΚΤ απεμπολεί το καθεστώς του «προνομιακού πιστωτή» (seniority).

– Για να προχωρήσει η ΕΚΤ στη στήριξη των ομολόγων μιας χώρας, πρέπει αυτή να ενταχθεί σε πρόγραμμα στήριξης του EFSF/ESM. Η χώρα πρέπει να παράσχει και εγγυήσεις. Θα επιδιώκεται η συμμετοχή του ΔΝΤ όχι ως συγχρηματοδότη, αλλά για την τεχνική υποστήριξη στον προσδιορισμό των όρων ένταξης μιας χώρας και στην εποπτεία της συμμόρφωσης με τους όρους.

– Η παρέμβαση στην αγορά ομολόγων μιας χώρας θα διαρκεί μέχρις ότου είτε επιτευχθεί ο στόχος (ομαλοποιηθεί η αγορά) ή η χώρα αποτύχει να εκπληρώσει τους όρους του προγράμματος.

– Στο πρόγραμμα μπορούν να ενταχθούν και χώρες οι οποίες είναι ήδη σε μνημονιακό πλαίσιο, από τη στιγμή που έχουν αποκτήσει ξανά πρόσβαση στις αγορές.

Το πρόγραμμα, σε συνδυασμό με την εμπλοκή του EFSF/ESM, φαίνεται να συνιστά μια ολοκληρωμένη παρέμβαση. Η ΕΚΤ με το ΟΜΤ αναλαμβάνει την απορρόφηση των κραδασμών της αγοράς, ενώ ο EFSF/ESM αναλαμβάνει την κάλυψη των αναγκών αναχρηματοδότησης χρέους, εάν χρειασθεί. Το απεριόριστο της παρέμβασης της ΕΚΤ, ενώ δεν θα προστατεύεται ως «επενδυτής», δείχνει την αποφασιστικότητα στην αντιμετώπιση κάθε κερδοσκοπικής απόπειρας στρέβλωσης της αγοράς. Η απάντηση της ευρωζώνης μέσω της ΕΚΤ κρίνεται επαρκής για να απορροφηθεί μια κρίση στα αρχικά της στάδια. Η πρόβλεψη για την αποφυγή πληθωριστικών πιέσεων θέτει ερωτηματικά για τις πραγματικές δυνατότητες παρέμβασης της ΕΚΤ σε μια γενικευμένη κρίση – πάντα όμως θα υπάρχει η δυνατότητα χαλάρωσης της συγκεκριμένης απαίτησης. Η αποτελεσματικότητα της συνολικής παρέμβασης εξαρτάται από τη δύναμη πυρός του EFSF/ESM – εάν επαρκούν οι πόροι του να στηρίξει τις αναχρηματοδοτήσεις χρέους όλων των χωρών που μπορεί να ενταχθούν ταυτόχρονα στο πρόγραμμα.

Παρότι το ΟΜΤ δεν είχε την έγκριση της γερμανικής κεντρικής τράπεζας, είναι σε συμφωνία με βασικούς στόχους της γερμανικής κυβέρνησης: η εποπτεία του προϋπολογισμού της χώρας που καταφεύγει στο πρόγραμμα, η απειλή εγκατάλειψης στην περίπτωση μη συμμόρφωσης με τους όρους του ESFS/ESM, η μεταφορά του κινδύνου στην ίδια τη χώρα μέσω της παροχής εγγυήσεων, η αποφυγή πληθωριστικών πιέσεων. Η επιτυχία της συνολικής παρέμβασης τελικά εξαρτάται από την ετοιμότητα μιας χώρας να προστρέξει στη βοήθεια του EFSF/ESM υπό τους όρους που θα διαμορφώνονται κατά περίπτωση και τη δυνατότητα του τελευταίου να ανταποκριθεί.

Οπως αναμενόταν, το πρόγραμμα ΟΜΤ δεν αφορά άμεσα την Ελλάδα. Η χώρα θα μπορέσει να ενταχθεί μόνον αφού καταφέρει να αποκτήσει πρόσβαση στις αγορές – κατά το ΔΝΤ στις αρχές της δεκαετίας του 2020. Αντίθετα, η Ιρλανδία και η Κύπρος μπορούν να επωφεληθούν άμεσα. Το έμμεσο όφελος για την Ελλάδα θα έρθει με την επιτυχία του προγράμματος. Η ομαλοποίηση των αγορών ομολόγων των άλλων ευρωπαϊκών χωρών σταθεροποιεί το ευρώ και αμβλύνει τις πιέσεις προς την Ελλάδα. Οι αυστηροί όροι ένταξης στο πρόγραμμα δείχνουν την προσήλωση της ΕΚΤ και της ευρωζώνης στην επίτευξη δημοσιονομικής πειθαρχίας. Το μήνυμα προς τη χώρα μας είναι πως τα περιθώρια χαλάρωσης του προγράμματος προσαρμογής είναι μάλλον στενά. Για την Ελλάδα, η απεμπόληση του προνομίου προτεραιότητας της ΕΚΤ ως πιστωτή δίνει πολιτικά τη δυνατότητα διεκδίκησης του κουρέματος των «παλαιών» ελληνικών ομολόγων που απομένουν.

Η ευρωζώνη με τις χθεσινές αποφάσεις της ΕΚΤ φαίνεται αποφασισμένη να στηρίξει το κοινό νόμισμα. Η συγκυρία είναι ευνοϊκή για τη χώρα μας ώστε να αποσπάσει, τη στιγμή που επιχειρείται η συνολική παρέμβαση, για μία ακόμη φορά την ευρωπαϊκή στήριξη – κατά πάσα πιθανότητα τελευταία εάν δεν ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του προγράμματος προσαρμογής.

Ο Γιώργος Προκοπάκης είναι σύµβουλος επιχειρήσεων σε θέµατα οργάνωσης και διαχείρισης πληροφοριών, πρώην καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Columbia