Με σειρά ανταποκρίσεων από την Αθήνα στις 14/8 οι «Financial Times» ενημερώνουν πως ο Πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς θα ζητήσει την επόμενη εβδομάδα από τη γερμανίδα Καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ και τον γάλλο Πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ διετή επιμήκυνση του Μνημονίου. Για αλλαγή από τα ελληνικά ειωθότα, φαίνεται ότι ο κ. Σαμαράς θα προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για πρώτη φορά με ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους με ορίζοντα το κρίσιμο 2020.

Το ελληνικό σχέδιο αναδιαπραγμάτευσης αναγνωρίζει ότι τα δισεκατομμύρια της βοήθειας προέρχονται από προϋπολογισμούς χωρών και προσφέρει πλάνο σύμφωνα με το οποίο δεν απαιτείται πρόσθετη χρηματοδότηση από την ευρωζώνη. Το χρηματοδοτικό κενό των 20 δισ. ευρώ θα καλυφθεί, σύμφωνα με το σχέδιο, από (α) την ήδη προβλεφθείσα «γραμμή πίστωσης» 8 δισ. ευρώ του ΔΝΤ για τα έτη 2015-2016, (β) την «αλλαγή χρήσης» ποσού περίπου 7 δισ. ευρώ που προβλεπόταν να αντικαταστήσει τον βραχυχρόνιο δανεισμό και (γ) την αναδιάρθρωση των πρώτων δανείων της τρόικας ώστε η αποπληρωμή τους να αρχίσει το 2020. Με την πρόταση προσφέρεται στους ευρωπαίους ηγέτες μια λύση στην οποία η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να δεσμευθεί, με την οποία αναλαμβάνει να πείσει την ελληνική κοινωνία και να επιτύχει μια κάποια συναίνεση, αλλά επίσης μια λύση που και αυτοί θα μπορούσαν να «πουλήσουν» στην κοινή γνώμη των χωρών τους. Ο κίνδυνος που ελλοχεύει έγκειται στην ελκυστική επιλογή για πολλούς πολιτικούς της ευρωζώνης να συναποφασίσουν με την κυβέρνησή μας ότι με το 2ο Πακέτο Στήριξης των 130 δισ. ευρώ το κεφάλαιο «Ελλάδα» έχει κλείσει ως χρηματοδοτική ανάγκη – ακόμη και εάν οι υποθέσεις του σχεδίου για το χρηματοδοτικό κενό ή την ανάπτυξη αποδειχθούν υπερβολικά αισιόδοξες. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Ελλάδα κινδυνεύει να βρεθεί σε οικονομικό και πολιτικό αδιέξοδο, ιδία πρωτοβουλία.

Το ενδιαφέρον με το σχέδιο είναι ότι, ο κατ’ εξοχήν «κακός» της τρόικας, ο εκπρόσωπος του επάρατου νεοφιλελευθερισμού, το ΔΝΤ, είναι ο μόνος πρόθυμος δανειστής της χώρας – προληπτικά μάλιστα! Το ελληνικό σχέδιο θεωρεί το ΔΝΤ δεδομένο σύμμαχο στη διαπραγμάτευση, πράγμα το οποίο κάθε άλλο παρά βέβαιο είναι.

Το ΔΝΤ έχει καταστατικό πρόβλημα παροχής βοήθειας σε χώρες με μη βιώσιμο χρέος. Ως εκ τούτου, όχι μόνον η «γραμμή πίστωσης» του 2015 δεν είναι δεδομένη, αλλά ούτε καν η συμμετοχή του στις επικείμενες εκταμιεύσεις. Μπορεί μεν το ελληνικό σχέδιο να φαίνεται ότι διευκολύνει τα πράγματα με τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, φορτώνει όμως το χρέος του 2020 με τα 20 δισ. ευρώ του χρηματοδοτικού κενού και το σύνολο του προγράμματος με αυξημένο κόστος εξυπηρέτησης (διαφορά επιτοκίων τρόικας και βραχυπρόθεσμου δανεισμού, τόκοι αρχικών δανείων τρόικας). Το ελληνικό χρέος του 2020 μπορεί να θεωρηθεί βιώσιμο (τουλάχιστον τόσο βιώσιμο όσο και το προβλεπόμενο από το Μνημόνιο) μόνον εάν μπορεί να πεισθούν όλοι οι εμπλεκόμενοι ότι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα γίνει με ρυθμούς πολύ υψηλότερους από τις προβλέψεις της τρόικας. Διαφορετικά, τίθεται από σήμερα θέμα αναδιάρθρωσης (κούρεμα) των δανείων του επίσημου τομέα κάποια στιγμή κοντά στο 2020. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει σήμερα αποδεκτό από τους εταίρους, οπότε και το σχέδιο παύει να είναι πολιτικά εύπεπτο. Ας σημειωθεί ότι το αίτημα για μεταφορά της αποπληρωμής των πρώτων δανείων της τρόικας δεν είναι παρά ένα κούρεμα, όπως ήταν και η απόφαση επιμήκυνσης και μείωσης επιτοκίου του Μαρτίου 2011, αλλά και η απόφαση της 27/10/2011, όσον αφορά μέρος των δανείων του πρώτου Μνημονίου.

Ερχόμαστε ξανά στο βασικό πρόβλημα της αξιοπιστίας και φερεγγυότητας της ελληνικής κυβέρνησης ως διαχειριστή της κρίσης. Πώς μπορεί σήμερα να πείσει η ελληνική κυβέρνηση ότι είναι σε θέση να επιτύχει ρυθμούς ανάπτυξης σημαντικά υψηλότερους από τους προβλεπομένους όταν κάθε μεταρρυθμιστικό εγχείρημα καρκινοβατεί; Οι διαρθρωτικές αλλαγές γίνονται δραματικά και επειγόντως απαραίτητες.

Δεδομένου ότι πρώτιστη προτεραιότητα είναι η αποκατάσταση των εκταμιεύσεων, είναι αμφίβολο κατά πόσον η πρόωρη κατάθεση μιας τέτοιας πρότασης επιμήκυνσης μπορεί να επιδράσει θετικά. Η διαπραγμάτευση για την κοινή αποδοχή του ύψους του χρηματοδοτικού κενού, τους τρόπους πλήρωσής του, το ρεαλιστικό ή όχι του σεναρίου ανάπτυξης, θα τραβήξει σε μάκρος. Θα αναλωθεί πολιτικό και διαπραγματευτικό κεφάλαιο, ενώ οι προτεραιότητες είναι άλλες: η αποκατάσταση της αξιοπιστίας της χώρας, η υιοθέτηση του πακέτου περικοπών των δαπανών, η ραγδαία εφαρμογή των διαρθρωτικών αλλαγών, η έγκριση της δόσης των 31,5 δισ. ευρώ, η αναδιάρθρωση και η ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος – εν ολίγοις, η εξάλειψη του κινδύνου της δραχμής. Οταν γίνουν αυτά, θα μπορεί να αποτιμηθεί αξιόπιστα μια συνολική λύση. Η επιμήκυνση από μόνη της δεν λύνει το πρόβλημα. Τα πραγματικά οφέλη της επιμήκυνσης, τόσο στον ρυθμό ανάπτυξης όσο και στην άμβλυνση των κοινωνικών επιπτώσεων, θα έλθουν στην ελληνική οικονομία και κοινωνία αφού έχουν υιοθετηθεί οι διαρθρωτικές αλλαγές.

Ο Γιώργος Προκοπάκης είναι σύµβουλος επιχειρήσεων σε θέµατα οργάνωσης και διαχείρισης πληροφοριών, πρώην καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Columbia