Οταν ήμουν μικρός, ποτέ δε μου πέρασε από το μυαλό να γίνω γιατρός ή επιστήμων γιατρός, όπως λεγόταν εκείνον τον καιρό. Τι ήταν αυτό που έπρεπε να με προσελκύσει σ’ αυτό το επάγγελμα; Η εμφάνιση των τσαρλατάνων, που με το juben1 και το antari1 έτρεχαν από σπίτι σε σπίτι μοιράζοντας φάρμακα σύμφωνα με την έμπνευση της στιγμής ή τις παρακλήσεις, συχνά τα καπρίτσια, των ασθενών; Λίγοι από τη γενιά μου θυμούνται ακόμη σε τι συνίστατο η ιατρική στην πόλη μας, αλλά και σε όλη την Ανατολή, πριν να κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτοι διπλωματούχοι γιατροί.

Σήμερα, όταν κάποιος δεν έχει δουλειά, ή έχει ξεπέσει, ή όταν είναι ανίκανος για οτιδήποτε άλλο, γίνεται προξενητής, αρκεί βέβαια να έχει λέγειν και ύφος επιβλητικό. Εάν αυτοί οι κύριοι κυκλοφορούσαν εξήντα χρόνια πριν, δε θα γίνονταν προξενητές αλλά γιατροί. Πώς γιατροί; Χωρίς σπουδές; Και τι χρειάζονταν οι σπουδές, βρε αδελφέ; Οι γνωστές ασθένειες ήταν λίγες και το πραγματικό φάρμακο μόνον ένα: η φύση, που γιατρεύει όλα τα κακά. Αρκούσε, συνεπώς, για να γίνει κανείς γνωστός, να ξέρει να επιβάλλεται και να γράφει μια συνταγή.

Εκτός από αυτό το αληθινό φάρμακο, που όπως ανέφερα ήταν η φύση, υπήρχαν και άλλα τέσσερα – ούτε ένα παραπάνω. Κι αυτά, όπως λέει και η παράδοση, ήταν η guarana2 για τον πονοκέφαλο, το phenicetine3 για τον δυνατό πονοκέφαλο, η σόδα φαγητού για τη βαρυστομαχιά και η sal inglesa4, δηλαδή καθαρτικό, που τάραζε τον ασθενή και του ελάφραινε το στομάχι αμέσως.

Με μια επιστήμη τόσο περιορισμένη, δε χρειαζόταν να είναι κάποιος διάνοια για να χρησθεί γιατρός. Ετσι συνέβη και μ’ έναν γιατρό εκείνης της εποχής, τον διάσημο Ισαάκ Αντζελ, που ξέπεσε στην ιατρική επειδή δεν πέτυχε στην μπακαλική.

Οι γιατροί δεν είχαν καν μια εντυπωσιακή εμφάνιση ώστε να προσελκύσουν νεαρούς σαν κι εμάς που, χάρη στις σπουδές μας στα γαλλικά, είχαμε αρχίσει να μυούμαστε στις ευλογίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Ακόμη θυμούμαι πώς κυκλοφορούσε ο διάσημος Χαν Μποττόν Κάστρο με μια ποντικοφαγωμένη γενειάδα της οποίας διαρκώς δάγκωνε τα γένια προκειμένου να φαίνεται προβληματισμένος, ενώ εγώ τον έβλεπα να περπατάει σέρνοντας τα πόδια του, με τα παπούτσια του γεμάτα σκόνη. Στο φέσι του είχε μισό κιλό λίγδα στο γείσο, και το ανατολίτικο και πολύχρωμο ζωνάρι του είχε πιο πολλούς λεκέδες ακόμη και από το τραπεζομάντιλο. Από αυτό το ζωνάρι κρέμονταν προς τα έξω δύο μεταλλικά κουτιά. Επρόκειτο για το περιφερόμενο φαρμακείο. Στο ένα υπήρχε άσπρη σκόνη (μάλλον σουλφαμίδη) για σπυριά (που ευτυχώς δεν έλειπαν εκείνον τον καιρό, ιδιαίτερα από τα μαγουλάκια των παιδιών)• το άλλο κουτί ήταν γεμάτο από belladonna5 για τα πιο δύσκολα σπυριά και ιδιαίτερα τα βυζούνια.

Μη γελάτε κοροϊδευτικά, οι καιροί άλλαξαν πολύ και δεν είναι δυνατόν με τη σημερινή ιατρική και τους ειδικούς της, τις ενέσεις, τις ακτινογραφίες, τα πιεσόμετρα, να γίνει κατανοητός ο ρόλος των εμπειρικών προκατόχων μας. Σήμερα, αν μου έρθει ένας ασθενής μ’ ένα βυζουνάκι, εμένα δε μ’ ενδιαφέρει τόσο το ίδιο το σπυρί, όσο να εξετάσω την αιτία που το προκάλεσε, δηλαδή η κρυφή ασθένεια εξαιτίας της οποίας αυτό εμφανίστηκε και οι μελλοντικές συνέπειες που μπορεί να προκύψουν. Αφού θα ψηλαφίσω το βυζούνι, θα εξετάσω τον ασθενή από πάνω ως κάτω, θα του κάνω ορισμένες ερωτήσεις για το ιστορικό του, και εάν έχω αμφιβολίες, είτε θα του παραγγείλω να κάνει ορισμένες αναλύσεις ούρων και αίματος, είτε θα τον παραπέμψω σ’ έναν ειδικό. Και δικαίως, γιατί ένα βυζούνι μπορεί να είναι ένας καρκινογενής όγκος, ή μια φλεγμονή των γαγγλίων που προκλήθηκε από σύφιλη, ή η πρώτη ένδειξη της φυματίωσης, ή… ή…

(Απόσπασμα από τις σελ. 29-33)

Πώς ντύνονταν οι πλούσιοι

Ευτυχώς που ο πατέρας μου πληρούσε και τις δύο προϋποθέσεις. Ηταν διάσημος ράφτης, πάει να πει ότι δεν υπήρχε άλλος σαν αυτόν που να κόβει γιλέκα, καφτάνια και γούνινα πανωφόρια. Η πελατεία του αποτελούνταν από τους πιο διακεκριμένους της πόλης, όπως τους Αλλατίνι, τους Φερνάντες-Ντιάζ, τους Μοδιάνο κ.ά. Και για να μη μείνει η απορία πώς γίνεται οι Αλλατίνι και οι Φερνάντες που ντύνονταν a la franca6 να ράβονται στον κύριο πατέρα μου, που έραβε ρούχα σε στυλ a la tourka, μάθετε ότι οι πιο διακεκριμένοι άντρες (προύχοντες), όταν επέστρεφαν στο σπίτι τους, έβγαζαν τη ρεντινγκότα και το κολάρο, πετούσαν το παντελόνι και φορούσαν το καφτάνι για να είναι άνετοι. Οταν έκανε κρύο, έριχναν επάνω τους και μια ρομπ ντε σαμπρ. Και οι κυρίες τους το ίδιο: όταν πήγαιναν ταξίδι στην Ευρώπη ντύνονταν a la franca, δηλαδή ευρωπαϊκά, σε βαθμό που παραμέριζαν τις γυναίκες των προξένων, όταν όμως επέστρεφαν στη Θεσσαλονίκη φορούσαν κι αυτές την koufica7 όπως όλος ο κόσμος. Επομένως, ως ράφτης αυτών των οικογενειών, ο πατέρας μου κέρδιζε τα λεφτά με τις χούφτες. Κάθε δύο-τρία χρόνια έβαζε θεμέλια σ’ ένα σπίτι. Από λεφτά ήταν λοιπόν πλούσιος.

(Απόσπασμα από τις σελ. 36-38)

Από το Οριάν Εξπρές

Αντιλαμβάνομαι όμως ότι οι φοιτητικές μου αναμνήσεις δεν είναι δυνατόν να σας ενδιαφέρουν τόσο όσο η ζωή μου στη Θεσσαλονίκη. Γι’ αυτόν τον λόγο από αύριο θ’ αρχίσω να σας διηγούμαι πώς πέρασα από τη στιγμή που έφτασα στην πόλη μας, όταν ένα βράδυ του καλοκαιριού κατέβηκα από το Orient Express, με το καινούριο μου κουστούμι bonjour, το καινούριο μου κυλινδρικό καπέλο, με μούσι ευρωπαίου ραβίνου και… μια οκά ενθουσιασμό στην ψυχή μου.

(Απόσπασμα από τη σελ. 85)

Juben: καφτάνι, antari: γιλέκο (και τα δύο χαρακτηριστικά της ενδυμασίας των Οθωμανών Εβραίων).

Guarana: αποξηραμένη πάστα από τους σπόρους του δέντρου Paulina cupana που φύεται στη Βραζιλία. Δινόταν σε πονοκεφάλους και πυρετό. Σήμερα, κατά τον Σάββα Μιχαήλ, στην τοπική πτήση προσφέρουν σαν λεμονάδα τον χυμό γκουαρανά. Οι Γκουαρανί είναι ινδιάνικη φυλή στη Νότια Βραζιλία, την Ουρουγουάη, την Παραγουάη και τη Βόρεια Αργεντινή.

Phenicetine: φαινικετίνη, κάτι σαν την παρακεταμόλη, για τους πονοκεφάλους.

Sal inglesa: αγγλικόν άλας ή άλας της Ιγκλετέρας. Περιέχει μαγνήσιο και άλλα μεταλλικά άλατα. Χρησιμοποιούνταν ως καθαρτικό.

Belladonna: βάμμα ατροπίνης. Πέρα από τα σπυριά και τους δοθιήνες, το στάζανε και στα μάτια των γυναικών για να διευρύνουν τις κόρες τους, εξού και το bella donna (ωραία γυναίκα).

A la franca: α λα γαλλικά, δηλαδή ευρωπαϊκά.

Koufica χαϊδευτικά ή kofia: το παραδοσιακό γυναικείο ένδυμα με έντονη επιρροή από το αντίστοιχο ισπανικό γυναικείο ένδυμα του 15ου αιώνα.