Τι είναι τέχνη τελικά; Οδύνη αλλά και ενθουσιασμός. Ξέρει να δίνει ορισμούς ο Λευτέρης Βογιατζής. Και να παραδίδεται αμαχητί στον χρόνο. Και να επιστρέφει πάντα σ’ αυτόν, ιδιαίτερα όταν τον χάνει.

Βυθισμένος σε έναν καναπέ, έχοντας καλυμμένο με έναν Παναμά το ξυρισμένο κεφάλι του – ύστερα από τις χημειοθεραπείες, που πήγαν πίσω τα θεατρικά του σχέδια και έδωσαν λαβή σε φήμες για την υγεία του -, ξεκινάει από τον χρόνο για να βουτήξει στην τέχνη και να αφήσει τον συνομιλητή του να καταλάβει πως μ’ έναν τρόπο – για εκείνον – και τα δύο αυτά είναι ένα. Γιατί από το βίωμα, που θέλει χρόνο, ξεκινάει η τέχνη.

«Η τυπωμένη σελίδα (σ.σ: ακόμη και από τη νέα απόδοση του «Αμφιτρύωνα» από τη Χρύσα Προκοπάκη, την οποία εξάρει) είναι ο εχθρός μας», λέει αργά. Σχεδόν νωχελικά. «Και μόνο η εικόνα της είναι σαν να μας επιβάλλει κάτι. Ενώ η πραγματικότητα στην τέχνη είναι ότι προσπαθούμε να μιλήσουμε για το ανείπωτο. Τη σελίδα πρέπει να βρεις τον τρόπο να την εξουδετερώσεις για να ξαναγυρίσεις σ’ αυτήν έχοντας περάσει από άλλα μονοπάτια, τα οποία και θα κουβαλήσεις μαζί σου. Σήμερα έχουν καταντήσει να γίνονται όλα αυτά σαν… καρπούζι, με τη βούλα. Σαν να είναι κάτι δεδομένο».

Νιώθει ότι περιβάλλει το όνομά του ένας μύθος; «Δεν τον έχω φτιάξει εγώ», με κόβει. «Μπορεί στα μάτια των άλλων να έχει δημιουργηθεί ένα παραξένεμα, μια εντύπωση που δεν έχει σχέση με μένα, τον ίδιο δηλαδή τον άνθρωπο». Ισως να τον έχουν πλάσει και ηθοποιοί εξαιτίας όσων τους ζητάει: «Να δουν στ’ αλήθεια τον εαυτό τους και να αισθανθούν κάποιοι άλλοι. Το βίωμα είναι απλό, αλλά γίνεται δύσκολο επειδή συνδέεται με την έκθεση. Να φτάσεις να πεις: δεν με ενδιαφέρει ο εαυτός μου αλλά αυτό που κάνω. Κι όλα αυτά έχουν να κάνουν με τον ρυθμό, που έχει να κάνει με τη ζωή».

Κάποτε είχε ξεθεμελιώσει το θέατρό του (το οποίο θα αντάλλασσε ευχαρίστως με ένα τετράγωνο μεγάλο κουτί, όπου όλοι οι θεατές να έχουν την ίδια οπτική) για μια παράσταση. Τώρα, με αυτό το ξεθεμελίωμα γύρω, θα το ξανάκανε; «Με κάθε παράσταση που κάνω απλώς ξεθεμελιώνω την ανάγκη να υπάρχει ταύτιση χώρου και σώματος που κινείται μέσα σ’ αυτόν», λέει πίνοντας μια γουλιά καφέ. «Προσπαθώ να ξεθεμελιώσω τις αντιστάσεις των ηθοποιών για να έρθουν σε επαφή με τον εαυτό τους. Και ξεθεμελιώνομαι κι εγώ επιμένοντας. Γιατί έχω προσπαθήσει να λέω «όχι, δεν θα ξανασχοληθώ με τους ηθοποιούς εκτός του έργου», αλλά πάλι το ξανακάνω. Γιατί με έχει φάει αυτό…».

Οσο για το γύρω ξεθεμελίωμα, κουνάει το κεφάλι με μια έκφραση αποστροφής: «Το βλέπω με πολύ μεγάλη οδύνη γιατί αγαπώ πάρα πολύ τον τόπο μου. Ομως μου δίνει και τροφή να σκεφτώ πώς είναι η ανθρώπινη φύση. Την έμφυτη ανάγκη εξουσίας που υπάρχει σε τόσο μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Βλέπω και την επανεκλογή του ίδιου τιμ που καθόρισε την καταστροφή ως κάτι μοιραίο για τον ίδιο τον λαό. Υπάρχει μια αδιαφορία, ένας ζαμανφουτισμός. Και μόνο η βρώμικη πόλη γύρω δείχνει πως δεν μπορεί τίποτα να αλλάξει – συμβολικά το λέω. Εχουμε το ασύλληπτο οι ίδιοι άνθρωποι που κανείς δεν ήθελε να έχουν πάρει τα ηνία. Αυτό δεν έχει τη συμβολικότητά του;».

Κι αυτή η χώρα; «Αυτή πηγαίνει σε έναν περίεργο χαμό, μια μιζέρια, μια αθλιότητα. Υπάρχει όμως το ανθρώπινο δυναμικό που μπορεί να κάνει κάτι γι’ αυτό. Υπάρχει μια πονηριά, μια χωριατιά – με την κακή την έννοια, γιατί με την καλή είναι υπέροχη. Μια εκμετάλλευση αυτόματη. Στη βάση της συνήθειας. Είμαι σίγουρος, τώρα που μιλάμε, υπάρχουν άνθρωποι που κλέβουν. Γιατί να μην αποκτήσει εμπιστοσύνη μια κυβέρνηση που θα τα βάλει κάτω και θα ξεκινήσει από την αποκάλυψη αυτών που έχουν κλέψει; Και που συσσωρεύουν πράγματα που δεν χρειάζονται, διότι θα πεθάνουν – και κάποιοι δίπλα τους πεινάνε».

Τόσα χρόνια, τόσος μόχθος. Εχει μείνει κάτι; «Πρέπει να μείνει κάτι, ε;», αναρωτιέται. «Μπορεί… Μπορεί σε μερικούς κάτι να μετέδωσα. Να έχω καταφέρει κάποιους ηθοποιούς να βγάλουν στην επιφάνεια ανάγκες και προβλήματα. Γιατί το να δημιουργείς είναι συνώνυμο του να λύνεις προβλήματα. Κι αυτό σε ελευθερώνει!».