Ιστορικός, μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας Επιστημών και επί 19 χρόνια διευθυντής του Κέντρου Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητας του ΕΙΕ, ο Μιλτιάδης Χατζόπουλος έχει εξηγήσει παλαιότερα σε συνέντευξή του την απόφασή του να γράψει ένα εκτενές μυθιστόρημα για την Κύπρο θέτοντας ως ηθικό κίνητρο για τη συγγραφή του το πνευματικό χρέος απέναντι στην Κύπρο και τους ανθρώπους της. Ανάλογα συναισθήματα και σκέψεις είχαν οδηγήσει έναν άλλο ελλαδίτη συγγραφέα, τον Ρόδη Ρούφο, να γράψει το μυθιστόρημα «Χάλκινη εποχή». Ο πρώτος τόμος του έργου του Χατζόπουλου, με τον τίτλο «Εν μέρει ελληνίζων» (Εστία, 2009), συζητήθηκε έντονα και σχολιάστηκε ευνοϊκότατα από τους κριτικούς ως μια καινοτόμα πρόσμειξη Bildungsroman και ιστορικού μυθιστορήματος, χάρη στην οποία η πρόσφατη ιστορία της Κύπρου των χρόνων 1955-57 αναπλάθεται δημιουργικά μέσα από την ιστορία της προσωπικής διαμόρφωσης του έφηβου πρωταγωνιστή. Εφέτος κυκλοφόρησε ο τρίτος τόμος της τριλογίας με τον τίτλο «Νόστου πάθη», που καλύπτει τη ζωή του ώριμου πλέον πρωταγωνιστή στην πιο κρίσιμη φάση του Κυπριακού, την περίοδο του πραξικοπήματος του 1974, της τουρκικής εισβολής και της διχοτόμησης του νησιού.

Ο κύπριος πρωταγωνιστής της τριλογίας, ο Δημήτρης Δωρίδης, είναι ένα πρόσωπο από αστική, συντηρητική και φιλοβρετανική οικογένεια. Στους πρώτους τόμους της τριλογίας παρακολουθούμε την πνευματική διαμόρφωση και την ερωτική του μύηση στα χρόνια της εφηβείας του. Λάτρης του Ελιοτ και των τροβαδούρων, που τον συνδέουν με την Κύπρο της περιόδου των Λουζινιανών, ο Δημήτρης Δωρίδης ερωτεύεται την κόρη του αγγλικανού πάστορα της Λευκωσίας, ζει ως θεατής τούς αγώνες της ΕΟΚΑ, όμως εντέλει, έπειτα από μια σειρά τραγικών παρεξηγήσεων, διώκεται από το νησί ως «τρομοκράτης» και χωρίζεται βίαια από την αγαπημένη του, την οποία θα ξαναβρεί μόνο ύστερα από πολλά χρόνια.

Ο χαρακτήρας του πρωταγωνιστή Δημήτρη Δωρίδη πλάθεται σύμφωνα με το πρότυπο του στοχαστικού νέου που βιώνει την ιστορία μέσα από την απόσταση της εσωστρέφειας αλλά όχι λιγότερο τραυματικά. Διωγμένος από το νησί του, χωρισμένος από την αγαπημένη του, θα βρεθεί στη Γαλλία για σπουδές φιλολογίας και αρχαιολογίας, πάντα με θέμα τη μεσαιωνική Κύπρο, ενώ θα βρίσκεται σε συνεχή αναζήτηση του ιδανικού έρωτα, μόνιμα κυριευμένος από επίμονες αναμοχλεύσεις της συνείδησης.

Ο τρίτος τόμος της τριλογίας, «Νόστου πάθη», μας φέρνει στην Κύπρο των χρόνων της ανεξαρτησίας, που ακολούθησε τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Ο κύπριος πρωταγωνιστής επιστρέφει στο νησί του και αρχίζει την επιστημονική σταδιοδρομία του. Θα ζήσει δύσκολες στιγμές στην υπό διαμόρφωση κυπριακή κοινωνία, ανάμεσα στις συμπληγάδες συγκρουόμενων πολιτικών συμφερόντων και νοοτροπιών, και κάτω από συνθήκες ενός ακήρυκτου αλλά όχι αναίμακτου εμφυλίου πολέμου ανάμεσα σε αντίπαλες ομάδες μακαριακών, γριβικών, ελλαδιτών της Εθνικής Φρουράς, πρακτόρων και τρομοκρατών από όλες τις παρατάξεις, που οδήγησε εντέλει στη διάσπαση και την αποδυνάμωση του εθνικού κορμού του ελληνισμού στο νησί, ενώ την ίδια στιγμή καιροφυλακτούσαν και οργανώνονταν οι τουρκοκύπριοι εθνικιστές με τη βοήθεια της Αγκυρας και στόχο την καντονοποίηση και τη διχοτόμηση του νησιού.

Σ’ αυτό το είδος μυθιστορήματος, που συνδυάζει την ιστορία της Κύπρου με εκείνην της διαμόρφωσης και της διάπλασης των συνειδήσεων, ο συγγραφέας αντιμετωπίζει με μεγάλη προσοχή την πιο ευαίσθητη και δύσκολη περιοχή της εξιστόρησης γεγονότων που αναφέρονται σε συγκρουσιακές καταστάσεις, όπως ο πόλεμος και η εισβολή του ’74, αλλά και στο μείζον ζήτημα της εθνικής ταυτότητας που ξεφεύγει από τα στενά όρια της εντοπιότητας και ανάγεται στις πολιτισμικές αξίες του δυτικού κόσμου, πέρα από τα στενά εθνικά και εθνοκεντρικά πλαίσια αναφοράς, καταγωγής και κουλτούρας. Η εξιστόρηση του βίου, των προβληματισμών και των επιλογών του πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος θέτει συνεχώς και με ποικίλους τρόπους το ερώτημα: Σε ποιον κόσμο, σε ποιο αξιακό σύστημα, σε ποια κουλτούρα ανήκουμε; Εδώ ο Κύπριος Δημήτρης Δωρίδης εκφράζει αντίστοιχους προβληματισμούς του απανταχού Νεοέλληνα και της «λογικής της παράνοιας» που δημιουργεί η πολύπλαγκτη νεότερη ιστορία του ελληνισμού και κυρίως η πολύμορφη και αντιφατική παράδοσή του.

Ο πρωταγωνιστής της «κυπριακής» τριλογίας του Μιλτιάδη Χατζόπουλου δεν είναι πολιτικοποιημένος, ακτιβιστής, θερμόαιμος οπαδός μιας παράταξης, αλλά βαθύτερα πολιτικός. Είναι ένας επιστήμονας αφοσιωμένος στο πνεύμα των ανθρωπιστικών σπουδών και στην έρευνα της ιστορίας του τόπου του. Ο ίδιος ασχολείται με τη διάσωση των μνημείων της Κύπρου, όταν οι συμπολίτες του αναλώνονται σε διχόνοιες, με ανοιχτές τις πληγές που άφησε ο «προδομένος» αγώνας για την Ενωση και η προβληματική διακυβέρνηση του Μακαρίου και των συνεργατών του, και ενδίδουν στο εμφύλιο μίσος – αγνοώντας τον τουρκικό κίνδυνο που ελλοχεύει.

Ο Δημήτρης Δωρίδης, πολιτικά ανέντακτος, εχθρός κάθε δογματισμού και φανατισμού, θα βιώσει συνθήκες του κράτους της βίας και της εθνικής προδοσίας που θα επικρατήσουν στην πατρίδα του, θα εισαχθεί σταδιακά στην κατανόησή τους, αλλά θα συνεχίσει να δίνει απόλυτη προτεραιότητα στα τεράστια ηθικά προβλήματα και διλήμματα που εγείρει η πολιτειακή και εθνική κρίση, διαχωρίζοντας τον πατριωτισμό από τον άκρατο εθνικισμό, την άμυνα από το μίσος, με πρότυπο τον υπέρ βωμών και εστιών αγώνα, σύμφωνα με τον αρχαίο όρκο των «αθηναίων εφήβων»: «Ου καταισχυνώ όπλα τα ιερά…». Οταν εντέλει και ο ίδιος θα πάρει το όπλο του τις ημέρες της εισβολής, η πράξη του θα εμφορείται από τα ιδεώδη του δίκαιου πολέμου, που συνδέεται με τις ωραιότερες σελίδες της πρόσφατης ιστορίας μας.

Το «κυπριακό» μυθιστόρημα του Μιλτιάδη Χατζόπουλου είναι μια πολυπρόσωπη σύνθεση, με μεγάλο άνοιγμα σε εθνότητες, κοινωνικές τάξεις, επαγγέλματα και ηλικίες, όπου βρίσκουν τη θέση τους πρόσωπα που εκπροσωπούν διαφορετικές πολιτικές παρατάξεις, αγωνιστές της ΕΟΚΑ, αριστεροί της ΠΕΟ, Τουρκοκύπριοι, Ελλαδίτες, άγγλοι και γάλλοι λόγιοι, προοδευτικοί και συντηρητικοί, αποικιοκράτες και φιλέλληνες. Οι στενότεροι φίλοι του πρωταγωνιστή είναι εκπρόσωποι μιας ιδεώδους κοινωνίας πολιτών, που καταργεί κάθε στερεοτυπική σκέψη για τον Αλλο. Χαρακτηριστικές είναι οι ενασχολήσεις, τα γούστα, οι προτιμήσεις τους. Είναι άνθρωποι που διαβάζουν ποίηση, λατρεύουν τους αρχαίους τραγικούς, περιδιαβάζουν τα μνημεία του παρελθόντος στην Ευρώπη και την Κύπρο, ερωτεύονται πλάι στις γοτθικές εκκλησίες της Αμμοχώστου και της Λευκωσίας και στα ερείπια της Αρχαίας Σαλαμίνας, ακούνε τροβαδούρους, Πέρσελ και Τζόαν Μπαέζ, τραγουδάνε κυπριώτικα δημοτικά τραγούδια. Κυρίως πιστεύουν στον έρωτα και στη φιλία. Είναι πρόσωπα με τα οποία μπορεί να ταυτιστεί οποιοσδήποτε ευρωπαίος αναγνώστης. Οι εκτεταμένες αναφορές στην ευρωπαϊκή πολιτισμική κληρονομιά, που συνυφαίνεται στις διάφορες εκφάνσεις της με την καθημερινότητα των πρωταγωνιστών του βιβλίου, τους έρωτες και τα πάθη τους, αποτελούν μια τεχνική ιδιαιτερότητα του συγγραφέα: μεταγγίζουν στα μυθιστορηματικά πρόσωπα ομορφιά, ποιότητα, ιστορική προοπτική.

Η «κυπριακή» τριλογία του Μιλτιάδη Χατζόπουλου, και ιδιαίτερα ο τρίτος τόμος της, τα «Νόστου πάθη», είναι ένα έργο για την ιστορία της Κύπρου και για την ιστορία ενός εθνικού τραύματος που προσλαμβάνει τις σωστές, ευρύτερες διαστάσεις του μέσα στην ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού, καθώς ο συγγραφέας ξετυλίγει την ιστορία αυτή σε όλη την τραγική της πολυπλοκότητα, εστιάζοντας στη συνειδησιακή αγωνία ενός ανθρώπου σε εποχή εθνικής κρίσης.