Ενα από τα παρελκόμενα της συζήτησης για τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης συνεργασίας και της ψήφου εμπιστοσύνης είναι η ανάδειξη του κειμένου αρχών σύγκλισης των τριών κομμάτων σε μια χαριτωμένη προεκλογική έκθεση ιδεών, κενή περιεχομένου. Η βασική προεκλογική – αλλά και μετεκλογική – θέση για αναδιαπραγμάτευση πήγε περίπατο. Οπως άλλωστε και οι υπόλοιπες ευχές που είχαν καταγραφεί στο κείμενο: οι περιορισμένες και αναπτυξιακού χαρακτήρα μόνον αποκρατικοποιήσεις, η απόσυρση των βάρβαρων περικοπών συντάξεων, ο κατώτατος μισθός, οι εργασιακές σχέσεις. Αυτό που μένει τελικά είναι η πικρή αναγνώριση του πολιτικού παραλογισμού που ζήσαμε, του άνευ αντικειμένου αντιμνημονιασμού, με τις διαδοχικές εκλογές και την τετράμηνη σχεδόν απραξία. Η κυβέρνηση – σωστά – επέλεξε τον μόνο εφικτό δρόμο: της τήρησης των συμφωνιών. Απομένει να δούμε εάν τα τρία κόμματα έχουν τη θέληση να υποστηρίξουν την πολιτική επιλογή τους ή θα ξαναζήσουμε τον παραλογισμό μιας κυβέρνησης που συνειδητά υπονομεύει τον εαυτό της. Το ΠΑΣΟΚ έχει εμπειρία αυτοακύρωσης της κυβερνητικής πολιτικής από την ημέρα της υπογραφής του πρώτου Μνημονίου. Η ΝΔ έκανε ταχύρρυθμα φροντιστήρια στο εξάμηνο της κυβέρνησης Παπαδήμου. Η ΔΗΜΑΡ, διά των χειλέων του γραμματέα της, δείχνει ότι προσαρμόζεται στον πολιτικό κυνισμό: θα ήθελαν, λέει, ο υπουργός Οικονομικών να είχε κρατήσει αποστάσεις από το Μνημόνιο, κάτι που δεν έκανε ο κ. Στουρνάρας.

Το ρίσκο στην απεγνωσμένη προσπάθεια σωτηρίας της Ελλάδας από την οικονομική κατάρρευση είναι κυρίως πολιτικό. Οι παλινωδίες και η προγραμματική ασυνέπεια της κυβέρνησης συνεργασίας είναι βούτυρο στο ψωμάκι του λαϊκισμού – αριστερού και δεξιού. Η καλοκαιρινή ραστώνη και η διπλή εκτόνωση διά της ψήφου δεν πρέπει να οδηγήσουν σε εφησυχασμό. Η κόλαση μας περιμένει από το φθινόπωρο. Η μόνη επιλογή για την κυβέρνηση είναι να δώσει πλήρη εικόνα της κατάστασης στους πολίτες και να προσπαθήσει με κάθε δυνατό τρόπο να αποσπάσει μια ελάχιστη κοινωνική συναίνεση. Η πολιτική που εξαγγέλθηκε με τις προγραμματικές δηλώσεις είναι μονόδρομος. Απαιτείται κοινωνική κινητοποίηση σε αυτόν τον μονόδρομο. Υψιστης σημασίας είναι να αφεθεί ο κ. Στουρνάρας να σχεδιάσει και να εφαρμόσει την πολιτική, μιας και τα υπεύθυνα κόμματα πέταξαν από τα χέρια τους την καυτή πατάτα.

Γράφαμε προ δύο εβδομάδων εδώ ότι πολλοί θα βρεθούν προ εκπλήξεως εάν επιχειρηθεί αναδιαπραγμάτευση στο πλαίσιο του κειμένου σύγκλισης των τριών κομμάτων. Ευτυχώς, έφθανε μια συνάντηση με την τρόικα για να προσγειωθούν οι πάντες. Είναι αδύνατον, με το πρόγραμμα διαρθρωτικών αλλαγών εκτροχιασμένο, να γίνει αναδιαπραγμάτευση των όρων του δεύτερου πακέτου στήριξης. Πολύ περισσότερο, είναι αδύνατον υπό τις παρούσες συνθήκες το ΔΝΤ (εκτός των άλλων, υπάρχει και καταστατικό πρόβλημα) και η ευρωζώνη να δεσμευθούν σήμερα σε πρόσθετες εκταμιεύσεις μερικών δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ χωρίς ορατή διέξοδο από την κρίση. Είναι αδύνατον να συμφωνήσουν εκ των προτέρων σε κούρεμα του επίσημου τομέα, μόνο και μόνο επειδή το ελληνικό πολιτικό σύστημα αρνείται να δρομολογήσει τα στοιχειώδη και απολύτως απαραίτητα. Φυσιολογικά λοιπόν ήλθαν οι δηλώσεις, «ούτε ένα ευρώ μέχρις ότου το πρόγραμμα επανέλθει σε τροχιά». Το μέγιστο που μπορεί να ελπίζει η ελληνική κυβέρνηση είναι η αναχρηματοδότηση της λήξεως παλαιών ομολόγων του Αυγούστου και τα «στραβά μάτια» της τρόικας και της ΕΚΤ για εκταμίευση από τον ενδιάμεσο λογαριασμό (buffer account) ή τον βραχυπρόθεσμο δανεισμό από τις τράπεζες με τα εποπτικά κεφάλαια της προσωρινής επανακεφαλαιοποίησης. Μόνη επιλογή της κυβέρνησης είναι η επαναφορά του προγράμματος σε τροχιά, εφαρμόζοντας τα 77 σημεία του non paper Παπαδήμου, με την ελπίδα ότι σε μερικούς μήνες τα αποτελέσματα θα είναι ικανοποιητικά και οι εκταμιεύσεις θα αποκατασταθούν πλήρως.

Ο Πρωθυπουργός έκανε μια ενδιαφέρουσα δήλωση κατά τις προγραμματικές: παραμένουμε στον στόχο (διάβαζε: χρέος 120% του ΑΕΠ το 2020), αλλά θα επανασχεδιάσουμε την πορεία. Η επιμήκυνση, η αντιστροφή ειλημμένων μέτρων, η χαλάρωση του προγράμματος αυξάνουν τις δανειακές ανάγκες και απομακρύνουν τον στόχο. Είναι λοιπόν εντελώς απαραίτητη η εμπροσθοβαρής εφαρμογή όλων των απαραίτητων διαρθρωτικών αλλαγών, αλλά και η ταχεία εκτέλεση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων. Εάν η ελληνική κοινωνία είναι τυχερή, ίσως αναγκαστεί η κυβέρνηση επιτέλους να αγγίξει και τις πελατείες του πολιτικού συστήματος για να βρεθούν τα δημοσιονομικώς ισοδύναμα μέτρα που προστατεύουν τους αδύναμους και αποκαθιστούν δικαιοσύνη στον επιμερισμό των βαρών. Μόνον έτσι θα είναι δυνατή μια ουσιαστική αναδιαπραγμάτευση κάποια στιγμή το 2013. Διαφορετικά, η κυβέρνηση συνεργασίας είναι καταδικασμένη σε αποτυχία και απλώς προετοιμάζει το έδαφος για την άνοδο στην εξουσία του πιο επικίνδυνου λαϊκισμού, σε μερικούς μήνες από σήμερα.

Ο Γιώργος Προκοπάκης είναι σύμβουλος Επιχειρήσεων, πρώην καθηγητής στο Columbia University