Εντέλει όλα καταλήγουν σ’ ένα μπακαλοτέφτερο. Σ’ εκείνο το «ο πωλών τοις μετρητοίς και ο πωλών επί πιστώσει», στη βασική αρχή της πολιτικής οικονομίας, στην περίφημη εκείνη ζωγραφιά που κοσμούσε μπακάλικα, ψιλικατζίδικα, ταβέρνες και λοιπά «Δεν δίδεται βερεσές». Διότι και εκατό pin να διαθέτεις για να κινείς εκατομμύρια από εξωχώριες σε Ελβετίες και τανάπαλιν, αν δεν τα βλέπεις γραμμένα από το χεράκι σου τα μηδενικά τότε είναι σαν να μην τα έχεις. Και δώσ’ του να σαλιώνεις τον δείκτη της δεξιάς και να γυρίζεις σελίδες με μηδενικά, όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μηδενικά. Και να ευλογείς και τους Αραβες που το βρήκαν το μαγικό μηδενικό το οποίο, μη γνωρίζοντας οι αρχαίοι ημών, έπρεπε να κουβαλούν κάρα με τάλαντα για να νιώθουν κάπως. Διότι μη μου πείτε ότι το πιο εντυπωσιακό στοιχείο στην πολιτεία του κ. Τσοχατζόπουλου δεν είναι το μπακαλοτέφτερο, ο εσωτερικός μονόλογος των εκατομμυρίων, το τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, ολόκληρος Προυστ από λογαριασμούς που μάζευε χαμένο χρόνο, διότι ο χρόνος είναι χρήμα; Κι αν σας ανέβει εκείνο το ειρωνικό μειδίαμα, καθώς θα αναλογίζεστε την αφέλεια του ανδρός, σκεφτείτε μόνο ότι ο κάθε έλληνας πολιτικός κρύβει στον πάτο της ψυχής του κι από ένα τουλάχιστον μπακαλοτέφτερο.

Αυτά σκεφτόμουν προχθές παρακολουθώντας τις εξουθενωτικές αγορεύσεις τους για τις προγραμματικές, ήτοι για το μέλλον του ελληνικού Δημοσίου. Θα πουλήσουμε ή δεν θα πουλήσουμε κι αν πουλήσουμε, μην ξεπουλήσουμε. Διότι αν κάνεις κάνα αστείο και ξεπουλήσεις θα πας φυλακή – ούτε Μονόπολη να έπαιζαν. Και δώσ’ του να σαλιώνουν τον δείκτη της δεξιάς και να λένε οι μεν «δεν βγαίνει ρε παιδιά», «να το κάνεις να βγει» οι δε. Και να υψώνει τη φωνή σύμπασα η προοδευτική Ελλάς, από ΧΑ ώς ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ, μηδέ του κ. Κουίκ εξαιρουμένου, διακηρύσσοντας το «μη μου άπτου» της δημόσιας περιουσίας. Διότι το κράτος είναι ιερό. Κι αν το απομειώσεις πώς θα λες σε πρώτη ευκαιρία «Πού είναι το κράτος», όπως λες «Θεέ μου», πιστεύεις δεν πιστεύεις, όταν σου έρθει ντουβρουτζάς. Και να περνούν τα κοινοβουλευτικά εικοσιτετράωρα, ατέλειωτα σαν κήρυγμα του γέροντος Θεσσαλονίκης, και ματαίως να περιμένω, ένθεν κακείθεν, κάποιον να μιλήσει εκτός μπακαλοτέφτερου. Κάποιον να πει ότι το θέμα δεν είναι μόνο αν βγαίνουν οι προσθαφαιρέσεις, το θέμα είναι ότι η παράγκα έχει ξοφλήσει ηθικά και κοινωνικά. Οτι το περίφημο κοινωνικό κράτος, πριν του ανέβει ο οικονομικός πυρετός, ήταν αντικοινωνικό. Στο έλεος των μπολσεβίκων φυλάρχων συνδικαλιστών του, με τις κουτοπόνηρες πολιτικές ηγεσίες να κομίζουν ηλεκτρικά ψυγεία στα βάθη της αφρικανικής ηπείρου και, ως εκ τούτου, να προσκυνούνται ως μάγοι, έχοντας αναγορεύσει την ανευθυνότητα και την αμορφωσιά σε δημοκρατικές αξίες, αυτό το κράτος ποτέ δεν μπορούσε να παράσχει τη στοιχειώδη ασφάλεια στους πολίτες του. Αδυσώπητο με τους αδύναμους και δουλικό με τους δυνατούς αποδεκάτισε το αίσθημα της δικαιοσύνης. Συμπέρασμα: όσο η συζήτηση γίνεται με το σαλιωμένο μπακαλοτέφτερο στο χέρι τίποτε δεν πρόκειται να λυθεί.