Οταν ο Αβδούλ Χαμίτ ανέβηκε στον θρόνο, η Οθωμανική αυτοκρατορία ήταν για τους Ευρωπαίους ο «μεγάλος ασθενής». Μια αυτοκρατορία που έτριζε και οι τριγμοί ακούγονταν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ο τελευταίος σουλτάνος ήταν πραγματικός Ανατολίτης. Πίστευε στο κισμέτ, δεν προσπαθούσε μάταια να το αλλάξει. Μπορεί οι άλλοι να τον φώναζαν «κόκκινο σουλτάνο» και να επέμεναν στις διαστροφές και τον σαδισμό του, όμως ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του αναμορφωτή. Και όχι χωρίς έρεισμα. Γιατί ο Χαμίτ ήταν αυτός που συνέδεσε την Πόλη με την Ευρώπη, μέσα από τον σιδηρόδρομο που έφτιαξε. Κατασκεύασε δρόμους, αποχετευτικό σύστημα αλλά και σύστημα ύδρευσης. Εδωσε έμφαση στα γράμματα και την παιδεία. Το Γιλδίζ διέθετε μουσείο φυσικής ιστορίας και πλούσια πινακοθήκη.

Βέβαια στο περίφημο αυτό παλάτι «έζησαν κι επαχύνθησαν εις βάρος του δημοσίου ταμείου πεντακισχίλιοι άνθρωποι». Ανθρωποι που ξόδευαν καντάρια χρήμα. Αυλικοί, γραμματείς, υπηρέτες, γυναίκες των χαρεμιών, ευνούχοι, μάγειροι, αστρολόγοι, μάγοι, δερβίσηδες, παλαιστές, εργάτες, τεχνίτες, κάθε είδους κουμάσια αλλά και έμπιστοι στρατιώτες σιτίζονταν εκεί καθημερινά.

Οι μάγειρες ακολουθούσαν τις επιταγές της γαλλικής κουζίνας με μία και μόνη εξαίρεση, τον καφέ, που ήταν τουρκικός. Ο Χαμίτ πρόσφερε ευρωπαϊκά φαγητά και εκλεκτά κρασιά στους συνδαιτυμόνες του, αλλά ο ίδιος δεν έτρωγε τα «αλαφράγκα» φαγητά, προτιμούσε την τουρκική κουζίνα. Δεν έβαζε αλκοόλ στο στόμα του, όπως όλοι οι πιστοί μουσουλμάνοι. Δεν ήταν άνθρωπος των καταχρήσεων.

Ζούσε με τον φόβο της επανάστασης, γι’ αυτό και δεν δίσταζε να σκοτώσει όποιον πίστευε ότι τον απειλούσε. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του φόνου μιας εξάχρονης μικρής, στην οποία υποτίθεται ότι είχε αδυναμία. Το κοριτσάκι έπαιζε στο γραφείο του, είδε ένα περίστροφο, το πήρε στα χέρια της και ρώτησε με απορία τι είναι. «Ο Χαμίτ τα έχασε και πελιδνός από τον φόβο μπροστά στην ένοπλη μικρή άρχισε να ουρλιάζει «Είσαι όργανο των εχθρών μου και ήρθες να με σκοτώσεις!». Υστερα κλώτσησε το κορίτσι και τρελαμένος άρχισε να το ποδοπατά και να το χτυπά με το μπαστούνι του μέχρις ότου η αθώα μικρή άφησε την τελευταία της πνοή μέσα σε μια λίμνη αίματος».

Ο Αντεροβγάλτης

Ο Χαμίτ αγαπούσε το θέατρο και πολύ συχνά φιλοξενούσε ευρωπαϊκές παραστάσεις στο θέατρο του Γιλδίζ. Δεν δίσταζε να επέμβει στην πλοκή των έργων: τη διόρθωνε κατά τα κέφια του. Υπάρχουν μαρτυρίες πως ο σουλτάνος δεν διάβαζε μόνο το Κοράνι αλλά και τις περιπέτειες του Σέρλοκ Χολμς. Τρελαινόταν για τα αστυνομικά και κατασκοπευτικά μυθιστορήματα, τα οποία άκουγε ξαπλωμένος στο ντιβάνι του. Δεν δίσταζε μάλιστα να σταματήσει τον αναγνώστη του, για να αλλάξει την ιστορία, να προσθέσει ή να αφαιρέσει γεγονότα. Ενα από τα αγαπημένα του αναγνώσματα ήταν οι ιστορίες για τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη και τα θύματά του, όπως τα παρουσίαζαν οι βρετανικές εφημερίδες.

Η διευθέτηση του χρέους

Ο Αβδούλ Χαμίτ, παρότι μεταρρυθμιστής, δεν κατάφερε να πείσει τη νέα γενιά γραφειοκρατών ότι μπορεί να τους κυβερνήσει. Γι’ αυτό και οι Νεότουρκοι κέρδιζαν έδαφος. Ο σουλτάνος παρήγαγε έργο στον δικαστικό και τον οικονομικό τομέα. Το πιο σημαντικό: κατάφερε να ρυθμίσει το δημόσιο χρέος της χώρας του και κυρίως εκείνο απέναντι στη Ρωσία. Στο τέλος της βασιλείας του, η Οθωμανική αυτοκρατορία είχε πληρωμένα όλα της τα δάνεια και το εξωτερικό της χρέος ήταν ασήμαντο.

Ο Τζανακάρης κατορθώνει έναν αφηγηματικό άθλο. Από τις πάμπολλες πηγές (η δουλειά του μελετητή που έχει καταπιεί τόνους υλικού είναι πασιφανής) συνθέτει μια γλαφυρή αφήγηση, η οποία αποτυπώνει όχι μόνο την ιστορία ενός προσώπου, αλλά έναν ολόκληρο κόσμο και μια εποχή. Με γλώσσα σπαρταριστή και διαρκείς παραπομπές στις πηγές, αντικρύζει τα αλληλοαναιρούμενα στοιχεία και τις αντικρουόμενες απόψεις. Ο Κοροβίνης στον πρόλογο επισημαίνει την ερευνητική και συγγραφική ανεξιθρησκία του Τζανακάρη, αλλά και το υψηλό αφηγηματικό του τάλαντο.

Τα χαρέμια

Ο Τζανακάρης είναι εξαιρετικός αφηγητής των πιπεράτων, αλλά και αιματοβαμμένων, ιστοριών που εκτυλίσσονται στο χαρέμι. Μαθαίνουμε τους τρόπους ευνουχισμού, αλλά και τους τρόπους με τους οποίους οι ευνούχοι ικανοποιούσαν τις γυναίκες του χαρεμιού, που ζούσαν στην τρυφή και την απραξία. Λέγεται μάλιστα πως η ηδονή που προσέφεραν οι ευφάνταστοι ευνούχοι στις βαριεστημένες γυναίκες ήταν τόσης και τέτοιας έντασης που, αν κάποια παντρευόταν κι έφευγε, με δυσκολία ανεχόταν τον άντρα της. Εκανε παράπονα ότι δεν μπορούσε να την ικανοποιήσει. Οι καλλονές των χαρεμιών έβρισκαν χίλιους τρόπους (και ήταν όλοι επικίνδυνοι) να συνευρεθούν με κάποιον. Ετσι λοιπόν, ο εφευρετικός νους τους γεννούσε ευκαιρίες συνεύρεσης σε δοκιμαστήρια ρούχων, αλλά και σε κατοικίες που απομονώνονταν για να ανανήψει η τάχα πειραγμένη υγεία τους. Μαρτυρείται ότι οι μαινάδες φρόντιζαν να παρασύρουν κάποιον, συνήθως Ελληνα, τον ξεζούμιζαν κι ύστερα τον πετούσαν στη θάλασσα, για να μη μαρτυρήσει όσα είδε.