Τι του έλειπε; Σχεδόν τίποτα. Γοητευτικός, ορμητικός, συγκροτημένος. Από τους ελάχιστους της εποχής με πανεπιστημιακές σπουδές. Κι όμως, παραλίγο ζεν πρεμιέ. Παραλίγο πρωταγωνιστής. Ετσι ο Κώστας Καρράς έμελλε να συνδέσει το όνομά του με μερικές εθνικοπατριωτικές ταινίες και αρκετές φωσκολιάδες του ’70.

Συνήθως δεύτερος. Μετά τον Καζάκο. Μετά τον Αλεξανδράκη. Μετά τον Φέρτη. Από το 1961 όταν, στα 23, εμφανίστηκε στην κομεντί «Ποια είναι η Μαργαρίτα». Κάτω, πολύ κάτω από το δίδυμο Καρέζη – Φέρτη. Το ίδιο και στο θρυλικό «Δεσποινίς διευθυντής», με Καρέζη – Αλεξανδράκη ή στο μελόδραμα του Σωκράτη Καψάσκη «Η πικρή ζωή», με Φόνσου – Γεωργίτση. Α, και δύο φορές κοντά στην Αλίκη: «Υπολοχαγός Νατάσσα» και «Η κόρη του ήλιου».

Στην κινηματογραφική του διαδρομή που κλείνει το 1981 με τη χαλκομανία «Τα καμάκια», η λέξη που τον συνόδευε ήταν «και». And Kostas Karras. Προσπερνάω ότι το ’80 αναγκάστηκε για τα προς το ζην να εμφανιστεί σε τρεις βιντεοταινίες. Ομως το 1977 ο Μιχάλης Κακογιάννης στην «Ιφιγένεια» του εμπιστεύεται τον ρόλο του Μενέλαου και, εμμέσως, βρίσκεται στην πεντάδα υποψηφιοτήτων για Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας.

Κρίμα. Η άνθησή του συγχρονίζεται με τη χειρότερη περίοδο της ελληνικής οθόνης. «Αιχμάλωτοι του μίσους» με Λάσκαρη, «Ο δρόμος των ηρώων» του Φώσκολου κ.λπ.

Αν σε ρωτήσουν «σε ποιες ταινίες έπαιξε;» μπορεί να μη θυμάσαι. Ομως στο μυαλό σου έρχεται το φωτεινό πρόσωπό του!