Δεδομένου ότι με τα μέτρα της ελληνικής κρεαταγοράς και της Αγορανομίας τα αμνοερίφια απαρτίζουν ενιαία και ομοούσια κατηγορία καντιανής θα λέγαμε ισχύος, ο διαχωρισμός των ανθρώπων σε αγαθούς «αμνούς» εκ δεξιών και σε αμαρτωλά εξ ευωνύμων «ερίφια» συνιστά μιαν αμφίβολη αλληγορία της Καινής Διαθήκης που δεν αντιστοιχεί προς τη νεοελληνική πραγματικότητα• τα δεύτερα μάλιστα, τα αμαρτωλά και ευώνυμα, πωλούνται σε υψηλότερη τιμή από τα πρώτα (τα μαυρονούρικα κατσικάκια ιδίως, όταν μάλιστα δεν ξεπερνούν το μονοψήφιο βάρος κιλών, αξιολογούνται στα Βίλια ως τα ευγευστότερα όλων). Αν επιπλέον λάβουμε υπόψη ότι τα ερίφια είναι ολιγαριθμότερα των προβάτων, η αλληγορία γίνεται πιο αναντίστοιχη, καθώς εκ δεξιών του Πατρός μέλλεται να σταθούν την ώρα της τελικής κρίσης οι ευάριθμοι αγαθοί, ενώ αντιθέτως στην κόλαση μέλλεται ο συνωστισμός των «εριφίων».

Τα ανωτέρω έστωσαν εν είδει εισαγωγής, καθώς τα αμνοερίφια τα καταβροχθίσαμε (όσοι προνομιούχοι) και ήδη την Κυριακή του Θωμά τσακίσαμε και τα σπαράγματά τους τα διατηρημένα στο ψυγείο (δεύτερη κατσικο-νοστιμιά αυτή, η ψυχρή). Σκοπεύω να σχολιάσω πιο κάτω την παραβολή των ταλάντων, συσχετίζοντας τη συγκυρία των εκλογών και του Μνημονίου με το διαχρονικό Πάσχα. Η παραβολή των (οκτώ) ταλάντων εκφωνήθηκε τη Μ. Τρίτη (μια δεύτερη παραβολή, του οφειλέτη των μυρίων ταλάντων, προώρισται για την Κυριακή ΙΑ΄ Ματθαίου, την εικοστή μετά την Κυριακή του Πάσχα, όπως την κατατάσσει το Κυριακοδρόμιον, έχει σχέση με την ευσπλαχνία και δεν την πραγματεύομαι). Δεν είμαι ειδήμων ούτε θεολογίζω, οπότε όσα ακολουθούν προκύπτουν από την κοινή ανάγνωση που έκαμα με την ευκαιρία των εορτών.

Στην παραβολή (Κατά Ματθαίον, 25) το αφεντικό επαινεί τους δύο δούλους που διπλασίασαν το αρχικό τους κεφάλαιο ενώ επικρίνεται και αποβάλλεται «εις το σκότος το εξώτερον» ο δούλος που δεν ετόκισε παρά καταχώνιασε το διαθέσιμο αρχικό κεφάλαιο: «τω γαρ έχοντι παντί δοθήσεται και περισσευθήσεται από δε του μη έχοντος και ό έχει αρθήσεται απ’ αυτού», με δυο λόγια το κέρδος πηγαίνει στο κεφάλαιο ενώ όποιος δεν κερδοφορεί χάνει ακόμη και το αρχικό κεφάλαιό του. Σημειωτέον ότι δεν αναφέρεται τέταρτος δούλος, όπως ίσως θα αναμέναμε, που να έχασε το κεφάλαιό του ολοσχερώς. Στην ίδια παραβολή – που είναι ευνοήτως προσφιλής στους προτεστάντες – παρέχονται περαιτέρω οδηγίες και διευκρινίσεις, καθώς το αφεντικό αναφέρει και τον τρόπο με τον οποίο όφειλε ο ακαμάτης δούλος («οκνηρός» στο πρωτότυπο) να αξιοποιήσει το παραχωρηθέν σε αυτόν κεφάλαιο: να το τοκίσει στους τραπεζίτες («έδει ουν σε βαλείν το αργύριόν μου τοις τραπεζίταις, και ελθών εγώ εκομισάμην αν το εμόν συν τόκω»).

Η παραβολή μοιάζει υπερβαλλόντως χρηματιστηριακή: το κεφάλαιο που περιπίπτει σε αχρησία χάνεται, ήτοι το απορροφούν αργά ή γρήγορα, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, τα άλλα κεφάλαια της αγοράς, τα ενεργά. Τα νεοελληνικά κεφάλαια έχουν φυγαδευθεί και τοκίζονται εκτός Ελλάδος, συνεπώς και κατά την ίδια παραβολή μάς περιμένει στο εξής «κλαυθμός και βρυγμός των οδόντων». Για αλληγορία πρόκειται – σύμφωνα όμως με τον Γ. Μπ. Γέιτς όταν ο ποιητής γράφει «γεράκι» οφείλει πρώτα απ’ όλα να κυριολεκτεί και ακολούθως προωθούνται οι συμβολισμοί και υπερίπτανται οι προεκτάσεις του γερακιού. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το τάλαντο: το διαβάζουμε κατ’ αρχήν στην οικονομική σημασία του και εκείθεν εκτελούνται οι μεταφορές και υιοθετούνται οι θεολογικές αλληγορίες περί ψυχικών και άλλων παρεμφερών «ταλάντων» που οφείλουμε να τα αξιοποιούμε σύμφωνα με τη χριστιανική ηθική.

Οι μικρομεσαίοι, πάντως, που έχουν στερέψει από κεφάλαιο κίνησης καθώς και οι μισθωτοί και οι άνεργοι που δεν μπορούν να εξοφλήσουν τη ΔΕΗ βιώνουν ήδη στο πετσί τους το βαθύτερο νόημα της ευαγγελικής παραβολής, η οποία κάλλιστα συγχορδίζεται με την άποψη του Κ.Π. Καβάφη, που είχε πει στον φίλο του τον Φόρστερ, συγκρίνοντας τους Αγγλους με τους Ελληνες:

– Προσευχήσου, αγαπητέ μου Φόρστερ, αχ παρακάλα, να μη χάσετε ποτέ το κεφάλαιό σας (Pray, my dear Forster, oh pray, that you never loose your capital).

Στα 1918, οι Αγγλοι δεν είχαν ακόμη χάσει το κεφάλαιό τους• μα ο Καβάφης υπήρξε διορατικός.

Ο Μίμης Σουλιώτης είναι ποιητής και διδάσκει λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας

dsouliot@gmail.com