Στα τέλη του 2008, η Ελένα Ριμπολόβλεβα μπλόκαρε όλα τα περιουσιακά στοιχεία του άστατου συζύγου της στη Βρετανία, τις ΗΠΑ, τη Σιγκαπούρη, τις Βρετανικές Παρθένες Νήσους και την Κύπρο. Ανακάλυψε τότε τις δύο εταιρείες στην Κύπρο και έμαθε πως η συλλογή των ζωγραφικών πινάκων του ζεύγους – 15 πίνακες των Πικάσο, Μονέ, Ντεγκά και Βαν Γκογκ, αξίας 500 εκατ. δολαρίων – είχε περάσει στο χαρτοφυλάκιό τους. Κατάφερε να επιβληθούν προσωρινά μέτρα και από τον Μάρτιο 2010 η Δικαιοσύνη της Γενεύης απαγόρευσε στον ρώσο ολιγάρχη να πουλήσει τα περιουσιακά στοιχεία του, περιλαμβανομένων αυτών που έχει στις δύο εταιρείες στην Κύπρο.
Το 2011, ο Ντμίτρι Ριμπολόβλεφ εγκαταστάθηκε στο Μονακό, όπου βρισκόταν ήδη η μεγαλύτερη κόρη του, η Εκατερίνα. Ο ίδιος, οι γονείς του και η κόρη του νοίκιασαν αρχικά τη βίλα του Μομπούτου στο Καπ Μαρτέν και τώρα ζουν στην παλιά κατοικία του τραπεζίτη Εντμόν Σαφρά La Belle Epoque, μια βίλα 2.000 τ.μ. που αγοράστηκε για 200 εκατ. στερλίνες (243 εκατ. ευρώ). Τον Δεκέμβριο 2011, ο πρώην βασιλιάς του καλίου εκπλήρωσε επίσης ένα παλιό του όνειρο αγοράζοντας την ποδοσφαιρική ομάδα AS Μονακό. Την ίδια περίοδο, ο αμερικανικός Τύπος έγραφε για την «πώληση του αιώνα», ένα διαμέρισμα τελευταίου ορόφου 600 τ.μ. με θέα στο Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης που επισήμως αγοράστηκε από την Εκατερίνα έναντι 88 εκατ. δολαρίων (67 εκατ. ευρώ). Στα μέσα Μαρτίου, η Ελένα Ριμπολόβλεβα προσέφυγε σε δικαστήριο του Μανχάταν κατηγορώντας τον σύζυγο ότι «χρησιμοποίησε» την κόρη τους.
Η ΑΝΟΔΟΣ. Η Ελένα Ριμπολόβλεβα έζησε από πρώτο χέρι τις μεταμορφώσεις που προκαλεί το χρήμα όταν ρέει άφθονο, πρώτα σε εκατομμύρια, μετά σε δισεκατομμύρια. Το 1987 ο Ντμίτρι Ριμπολόβλεφ, φοιτητής στη Σχολή Ιατρικής του Περμ, παντρεύτηκε τη συμφοιτήτριά του Ελένα Τσουπράκοβα. Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε σε ένα δυάρι. Εκείνος εργαζόταν σε μονάδα εντατικής θεραπείας, εκείνη ασχολούνταν με το μωρό τους που γεννήθηκε το 1989. Λιγότερο από δέκα χρόνια αργότερα, το 1995, ο Ντμίτρι Ριμπολόβλεφ είχε γίνει εκατομμυριούχος. Είχε βάλει στο χέρι τα ορυχεία καλίου του Μπερέζνικι και ήταν πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Uralkali. Ζούσε φορώντας καθημερινά αλεξίσφαιρο γιλέκο, περιτριγυρισμένος από σωματοφύλακες. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο χρονολογίες, γράφτηκε όλη η ιστορία των ρωσικών ιδιωτικοποιήσεων και των προσώπων που κατάφεραν να πλουτίσουν εξωφρενικά από αυτές.
Το 1992 που άρχισαν οι ιδιωτικοποιήσεις, ο Ριμπολόβλεφ γνώρισε τον μελλοντικό συνεταίρο του, τον Βλαντίμιρ Σεβτσόφ, πρώην στρατιωτικό, 20 χρόνια μεγαλύτερό του και δεύτερο στην ιεραρχία του κρατικού ταμείου για τις ιδιωτικοποιήσεις στην περιοχή του Περμ. Εφτιαξαν μαζί ένα ταμείο που εξαγόραζε τα voucher, τους τίτλους ιδιοκτησίας που δίνονταν δωρεάν στους εργάτες. Στη συνέχεια δημιούργησαν μια τράπεζα, την Kredit FD, και σιγά σιγά το χαρτοφυλάκιό τους διογκώθηκε με τους τίτλους πολλών εργοστασίων χημικών, μεταξύ των οποίων και αυτών της Uralkali.
Ο ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ. Για να παραμερίσει ενδεχόμενους ανταγωνιστές, ο Ντμίτρι Ριμπολόβλεφ απευθύνθηκε σε ανθρώπους του υποκόσμου, κάτι που γινόταν τότε ευρέως. Σε αντάλλαγμα, ο νεαρός μεγιστάνας υποσχέθηκε ένα μέρος της επιχείρησής του, αλλά δεν τήρησε το λόγο του, με αποτέλεσμα να τον βάλει στο στόχαστρο η τοπική μαφία. Το 1996 κατηγορήθηκε ότι έβαλε να δολοφονήσουν τον διευθυντή της Neftekhimik, επιχείρησης που λίγο αργότερα πέρασε υπό τον έλεγχό του. Ελλείψει αποδείξεων, αθωώθηκε αφού έμεινε ένδεκα μήνες στη φυλακή.
Ωστόσο, το 2008 ο άνεμος γύρισε. Η Uralkali, η αξία της οποίας έφτανε τα 34 δισ. δολάρια, έκανε πολλούς στη Μόσχα να ζηλεύουν. Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ιγκόρ Σετσίν απείλησε να επιβάλει στην εταιρεία πρόστιμο-ρεκόρ για μια πλημμύρα που είχε συμβεί τον Οκτώβριο του 2006. Ο Ριμπολόβλεφ ξέφυγε πουλώντας τις μετοχές του, το 2010, σε έναν ολιγάρχη φίλο του Σετσίν για πάνω από 6 δισ. δολάρια – παρά το πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων που του είχε επιβληθεί στη Γενεύη. Επειτα από αυτή τη μαζική εισροή μετρητών, μπήκε στο σύμπαν της τρελής πολυτέλειας, καλλιεργώντας παράλληλα την εικόνα του πιστού. Στη Μόσχα, χρηματοδότησε την ανακαίνιση της μονής Ζατσατέφσκι. Σε αντάλλαγμα, «έκλεισε» εκεί τον τάφο του.