«Αντί να μαντρώσουν όλους αυτούς τους ανθρώπους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, θα άξιζε να ξοδέψουν εργατοώρες για να δουν πώς θα μπορέσουν να τους αφομοιώσουν. Η μόνη λύση για το μεταναστευτικό είναι να τους δοθεί η υπηκοότητα. Εχουν περισσότερες πιθανότητες να γίνουν πραγματικοί Ελληνες οι ξένοι, παρά διάφοροι επιτήδειοι της πολιτικής, που μιλούν ελληνικά».

Ο Δημήτρης Νόλλας διαφωνεί κάθετα, όπως μου έλεγε, με το σχέδιο της κυβέρνησης για τα κέντρα κράτησης μεταναστών. Είναι από τους πρώτους νεοέλληνες συγγραφείς που έδωσε πρωταγωνιστικό ρόλο στα διηγήματα και στα μυθιστορήματά του σ’ αυτούς τους «άλλους» οι οποίοι είκοσι χρόνια τώρα εισρέουν στη χώρα μας, για να σωθούν και να σώσουν τους δικούς τους που έχουν παραμείνει πέρα από τη Μουργκάνα ή στα βάθη της Ασίας και της Αφρικής. Η ματιά του φέρει το αποτύπωμα της χριστιανικής αγάπης, ωστόσο η προσέγγισή του δεν είναι ρομαντική ούτε αφελής. Διότι γνωρίζει ο Νόλλας πόσο σύνθετο είναι το ζήτημα των σχέσεων μεταξύ των νεοελλήνων και των ξένων, αλλά γνωρίζει και πώς αντιμετωπίστηκε το ζήτημα σε προηγούμενες φάσεις της ελληνικής ιστορίας («ανέκαθεν αφομοιώναμε τα στίφη από την Ανατολή»). Κι έχει δει πως μπορούν να λειτουργήσουν οι πολυεθνοτικές κοινωνίες στη Δύση. Γι’ αυτό ποτέ δεν χρησιμοποιεί τον όρο «λαθρομετανάστες».

Είναι λοιπόν ιδιαίτερα επίκαιρο το καινούργιο του βιβλίο με δέκα διηγήματα της τελευταίας οκταετίας και τίτλο «Στον τόπο» (εκδ. Ικαρος), όπου τέσσερις ιστορίες παρουσιάζουν τη δύσκολη συμβίωση ντόπιων και ξένων, που το παλεύουν ενώ η περιρρέουσα ατμόσφαιρα τούς δηλητηριάζει. Η πιο σκληρή, για την «Τιμή των ονείρων», μάς μεταφέρει στο προαύλιο ενός προσωρινού καταυλισμού προσφύγων, εγκατεστημένου σε ένα ρυπαρό κτίσμα δίπλα στη χωματερή, όπου παρακολουθούμε κάτι σαν πρόβα λιντσαρίσματος ενός γυρολόγου. Μορφή ευγενική αλλά τσακισμένη, άπλωνε την πραμάτεια του απ’ έξω, φτηνά αρώματα και καλλυντικά που τα πουλούσε βερεσέ, και μονάχα η μικρή Ασμάτ που δεν μπορούσε να αγοράσει τίποτε, τού μιλούσε – πράγμα που παρερμήνευσε ωστόσο η μάνα της. Ετσι, όταν εκείνος τη χάιδεψε στο κεφάλι χαρίζοντάς της κάτι μικρό, ξεχύθηκαν εξαγριωμένοι οι δικοί της και τον σάπισαν στο ξύλο. Ωσπου έφτασαν δυο βαριεστημένοι αστυνομικοί που έσπευσαν να κλείσουν την υπόθεση μεταθέτοντας το ζήτημα στην άδεια του μικροπωλητή… Τα πράγματα δεν είναι μαύρα ή άσπρα, μάς λέει εδώ ο Νόλλας, και μάς καλεί να αναλογιστούμε πώς επιδρούν στις ανθρώπινες σχέσεις η ανέχεια και οι ακρωτηριασμένες ελπίδες.

Στις υπόλοιπες ιστορίες του, ο Ρολάντο ή Ρούλης δίνει μάθημα αλληλεγγύης στον Ελληνα που του παραχώρησε ένα συνθεσάιζερ για να παίζει μουσική και να μοιράζονται τις δεκάρες που κερδίζει. Ο Τούρκος δεύτερης γενιάς μεταναστών στη Γερμανία πετά από το παράθυρο τη γερμανίδα γυναίκα του νιώθοντας ταπεινωμένος επειδή τον κεράτωσε. Κι ο σκουρόχρωμος ξένος εργάτης στο νησί αισθάνεται ανίκανος να αποδεχτεί την πρόταση της περιφρονημένης νεαρής χήρας να μείνουν μαζί. Γιατί όλα αυτά; Διότι για να λειτουργήσει μια σύγχρονη κοινωνία πρέπει να αφομοιώσει και ξένα συστήματα αξιών, όμως αυτά δεν είναι ζητήματα που κανονίζονται συνολικά και απρόσωπα, με νόμους… «Οι πολιτικοί όμως ροκανίζουν τον χρόνο προσβλέποντας στα κονδύλια. Αλλά οι τοπικές κοινωνίες θα ανατρέψουν τα σχέδιά τους».