«Την κατάρα μου να ‘χεις, να γεννηθείς σε ενδιαφέρουσα εποχή», λένε οι Κινέζοι. Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος δεν υπήρξε ποτέ μαοϊκός (κι ας συντάχθηκε στα νιάτα του με την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά), όμως αυτή η κινέζικη ευχή τον εκφράζει απόλυτα – με όλα της τα ρίσκα.

Στα 52 του και έπειτα από 22 μυθιστορήματα, νουβέλες, συλλογές επιφυλλίδων κ.ά., αυτός που ήξερε τόσο καλά το ’80 να ακούει τα «παραβατικά» λεγόμενα, ελληνικά νιάτα, μάς καλεί με το καινούργιο του βιβλίο να σηκώσουμε το γάντι των αξιακών ανατροπών που φέρνει η εποχή μας. Και να ασκήσουμε ως τέχνη ζωής, την «Υψηλή τέχνη της αποτυχίας» – αυτός είναι ο τίτλος του βιβλίου του με το οποίο και μετακομίζει εκδοτικά στον ιστορικό Ικαρο. Ο τόμος αυτός των 700 σελίδων είναι η πνευματική αυτοπροσωπογραφία του Ραπτόπουλου. Αλλά ταυτόχρονα είναι και ένα χρονικό της δεκαετίας του 2000 αποτελούμενο από 163 σχολιαστικά κείμενά του, δημοσιευμένα ή αδημοσίευτα αλλά πάντως ξαναπειραγμένα και συναρμολογημένα με τη λογική εσωτερικού μονολόγου, για την περίοδο από τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» μέχρι τον πόλεμο κατά των «Αγανακτισμένων».

«Αυτή η δεκαετία 2001-2011», μού έλεγε τις προάλλες, «ξεκίνησε ως ο ορισμός της επιτυχίας, με την ακλόνητη πεποίθηση ότι γίναμε Ευρώπη, μέσα από την είσοδο της Ελλάδας στο ευρώ και τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Και κατέληξε στο γκρέμισμα της νεοπλουτίστικης εκείνης αυταπάτης και στο βούλιαγμά μας σε μια βαθιά οικονομική κρίση που μπορεί να μας οδηγήσει σε μια χειρότερη βαρβαρότητα ή σε μια μεγαλύτερη αλληλεγγύη». Αυτή είναι μια μάχη, τονίζει, «που θα πρέπει να δώσει ο καθένας μας σε όλα τα επίπεδα. Αλλά η σπίθα θα βγει από εκείνους που δοκιμάζονται περισσότερο – χωρίς μάλιστα να έχουν φταίξει – και όχι από τα παχύδερμα που οχυρώνονται στις παλιές τους επιτυχίες».

Η βάση αυτών των γενικότερων παρατηρήσεων εντοπίζεται στο ομότιτλο (και έμμεσα αυτοαναφορικό) κείμενο του βιβλίου που είχε γραφεί τον Απρίλιο του 2010, λίγο πριν την παράσταση Παπανδρέου στο Καστελλόριζο. Εκεί ο Ραπτόπουλος σημείωνε ότι ο Σολωμός δεν κατάφερε μεν να ολοκληρώσει τα σημαντικότερα έργα του αλλά σημάδεψε την ελληνική ποίηση. Οτι ο Καβάφης κατέκτησε την τέχνη της ειρωνείας και πέτυχε ως Καβάφης αφού απέτυχε ως φαναριώτης ποιητής. Οτι ο Καζαντζάκης χρειάστηκε να αποτύχει ως ιδρυτής θρησκείας ή ως φιλόσοφος και να γκρεμιστούν μέσα του οι βεβαιότητες προκειμένου να βρει τον δρόμο του στη μυθιστοριογραφία. Κι ότι απέναντι σ’ αυτούς, είναι πλήθος οι λαϊκές επιτυχίες της ποπ κουλτούρας – «όπως ο Χάρι Πότερ» – που πάσχουν από ρηχότητα… Σήμερα, το παράδειγμα που δίνει ο Ραπτόπουλος είναι πιο καίριο. «Με τα κριτήρια της φούσκας, το πιο επιτυχημένο βιβλίο μου θα ήταν αυτό που πούλησε τα περισσότερα αντίτυπα – τα «Τζιτζίκια» ή η «Λούλα» των 18.000 αντιτύπων – όμως και πάλι μπροστά στις πωλήσεις της Μαντά είμαι πλήρως αποτυχημένος. Με τα καινούργια όμως κριτήρια που αναδύονται μετά την κρίση, περισσότερο επιτυχημένο μπορεί να θεωρηθεί το έργο που εξέφρασε μια ολόκληρη γενιά (όπως τα «Διόδια» ή οι «Φίλοι»), ή εκείνο που είχε τους πιο φανατικούς αναγνώστες (όπως ο «Εργένης») κ.ο.κ.» Η άποψη εντέλει που προκύπτει από αυτό το χρονικό είναι ότι ως κοινωνία βρισκόμαστε, τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και σε συλλογικό, μπροστά σε ένα μεγάλο στοίχημα: να μεταβολίσουμε τις αποτυχίες μας και να αντισταθούμε στην ηθική εξαχρείωση που μας τυλίγει, έτσι ώστε να αναδυθούν καινούργιες κοινωνικές αξίες που θα παραμερίσουν τις αξίες της «εποχής της φούσκας».