Βασιλιάδες, ιππότες, άγριες φυλές, δούλες που υποκύπτουν στον έρωτα αφεντάδων – και τι δεν έχει η σειρά που βασίζεται στις συνέχειες των μυθιστορημάτων φαντασίας του Τζoρτζ Ρ.Ρ. Μάρτιν με τίτλο «A Song of Ice and Fire», η πρώτη εκ των οποίων έχει τίτλο «Game of Thrones». Και μπορεί να μη φτάνει τη λογοτεχνική ποιότητα του επικού «Αρχοντα των δαχτυλιδιών» (ούτε την ανάλογη εκδοτική επιτυχία), αλλά δεν έχει τίποτε να ζηλέψει σε σκοτεινό ύφος, περιπέτεια και ίντριγκα για την εξουσία, η οποία ίσως θα μπορούσε να θεωρηθεί και μια αλληγορία για τα ψυχολογικά παιχνίδια στις σκοτεινές διαδρομές που ακολουθεί η πολιτική – ίδια ανεξαρτήτως εποχής και περιβάλλοντος.

Με άλλα λόγια, δεν λείπουν ούτε οι συμβολισμοί για όποιον επιθυμεί να τους αναζητήσει. Θα μπορούσε για παράδειγμα να δει κάποιος το μοντέλο της λαίδης Μάκβεθ πίσω από τον ρόλο της λαίδης Σταρκ. Αυτά παρεμπιπτόντως. Γιατί το ίδιο το θέαμα κόβει την ανάσα από τον πλούτο, την επική σκηνοθεσία και τη συναρπαστική αφήγηση (προβάλλεται πλέον και στην Ελλάδα από τη Nova).

Παραγωγή που μόνο ο πιλότος της κόστισε 10 εκατομμύρια ευρώ, με γυρίσματα σε προσεκτικά επιλεγμένες περιοχές της Ευρώπης, κυρίως στο Μπέλφαστ και στη Βόρεια Ιρλανδία, εξ ου και το καστ διαθέτει μακρύ κατάλογο βρετανών και ιρλανδών ηθοποιών. Τη δεύτερη σεζόν των γυρισμάτων προστέθηκαν η Μάλτα και το Ντουμπρόβνικ (δεν μπορεί να μην παρατηρήσουμε την αναιμική εκμετάλλευση ελληνικών περιοχών για παρόμοιες παραγωγές, πέρα μάλιστα από τις προφανείς τουριστικές, τη Σαντορίνη, τη Σκόπελο ή τη Μύκονο, περιοχές σαν τη Σαμοθράκη, για παράδειγμα, με τη μυστηριακή ατμόσφαιρα της οργιαστικής φύσης στην ενδοχώρα της).

Η ίδια η σειρά παίζει με όλα τα στοιχεία γοητείας του φιλοθεάμονος και ουκ ολίγοι θεωρούν ότι οι σκηνές σεξ και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις βίαιου σεξ, που το δικαιολογεί υποτίθεται ο πρωτογονισμός των μεσαιωνικών φυλών, έχουν εμπορικό και μόνο σκοπό. Ωστόσο, καθώς δεν υπολείπεται σε τίποτε από τα υπόλοιπα στοιχεία που σφραγίζουν μια υψηλής ποιότητας παραγωγή, παίρνει άφεση αμαρτιών από την κριτική.

Ατμόσφαιρα σκοτεινή, άγριες φυλές ντυμένες με δέρματα (αγαπημένο στάιλινγκ των υπερπαραγωγών του είδους), πρωτόγονα ήθη – αλλά με αυστηρούς κώδικες τιμής – και φανταστικές διάλεκτοι που κατασκευάστηκαν στο εργαστήριο της αμερικανικής Εταιρείας Γλωσσολογίας από τον γλωσσολόγο Ντέιβιντ Πίτερσον ειδικά για τη σειρά. Εξ ου και η φανταστική φυλή των Ντοθράκι, η οποία πρωταγωνιστεί, μιλάει μια επίσης φανταστική γλώσσα αποτελούμενη από 2.500 λέξεις και μάλιστα με γραμματικούς κανόνες. Πεδίον δόξης λαμπρόν για όσους λατρεύουν να χάνονται στους φανταστικούς κόσμους που πλάθουν αυτού του είδους οι παραγωγές. Μερικοί βάλθηκαν να τη μάθουν, άλλοι ανταλλάσσουν φράσεις στο twitter και αίφνης σε έναν κόσμο που μετά βίας αγωνίζονται να συντηρηθούν οι παλαιότερες πλην ζωντανές γλώσσες απέναντι στις υποχρεωτικές εξομοιώσεις που τους επιβάλλει η τεχνολογία, η γλώσσα των Ντοθράκι θεωρείται πολύ in στους μυημένους.

Διόλου τυχαία θεωρείται επομένως το «Game of Thrones» το «καλύτερο τηλεοπτικό δημιούργημα όλων των εποχών». Οχι μόνο για την καλλιτεχνική του ποιότητα αλλά και για το γεγονός ότι απογειώνει, με όπλο τη συναρπαστική του αφήγηση, την ίδια τη λειτουργία του τηλεοπτικού μέσου ως διαμορφωτή πολιτισμικών γεγονότων που ενώνουν σε μια κοινή «γλώσσα» τους θεατές τους. Ως εκ τούτου η φανταστική διάλεκτος των Ντοθράκι θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συμβολίζει ακριβώς αυτό.

Φυσικά υπάρχει και ένα πρωταγωνιστικό μπουκέτο από ωραίους και ωραίες για όλα τα γούστα, με τον Σον Μπιν, που διαθέτει τον αχτύπητο συνδυασμό αρρενωπής ομορφιάς και μελαγχολικού βλέμματος, στον ρόλο του Νεντ Σταρκ, ευγενούς πρωτοπαλίκαρου του βασιλιά, να «καίει καρδιές». Είπαμε, σειρά για όλα τα γούστα.