Αν η κατάστασή μας δεν ήταν για κλάματα, θα μπορούσε ακόμη και να ξεκαρδιστεί κανείς στα γέλια. Το ότι είναι για κλάματα, δεν σημαίνει ότι έχουμε καταστραφεί ή ότι πρόκειται να καταστραφούμε. Γιατί τι είδους καταστροφή είναι αυτή που προβλέπεται να προκύψει, εδώ και ενάμιση χρόνο, σε έξι ή σε δυο μήνες, σε δυο εβδομάδες, το επόμενο Σαββατοκύριακο.

Αναμφισβήτητα έχουν φτάσει στο μη περαιτέρω η αναδουλειά, η ανεργία, η φτώχεια για μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού. Δραματικά έχει πολλαπλασιαστεί ο αριθμός εκείνων που σκαλίζουν τους κάδους των σκουπιδιών, σε σημείο που ένας ανυποψίαστος εύπορος θα έλεγε πως πρόκειται για συνεννοημένους μεταξύ τους ανθρώπους ώστε να παρουσιάζεται εφιαλτική η ζωή της πόλης.

Η όψη των ανθρώπων στους δρόμους πιο περίσκεπτη ίσως, σε σχέση με παλαιότερες εποχές, αλλά καθόλου αγωνιώδης ή πανικόβλητη. Αν όλα αυτά συνθέτουν εικόνα καταστροφής, δεν έχει να σκεφτεί ή να αναρωτηθεί κανείς παρά για ένα δυο πράγματα: ή ότι η ασύστολη καταστροφολογία του τελευταίου ενάμιση χρόνου μάς εξοικείωσε με το γεγονός της καταστροφής ώστε να το βιώνουμε ως κάτι υποφερτό ή ότι η πραγματική καταστροφή που προβλεπόταν, αλλά δεν προέκυψε τελικά, μπορεί να αναβάλλεται επ’ αόριστον. Δικαιούται λοιπόν να αναρωτηθεί κανείς: δεν θα ήταν καλύτερα τα πράγματα αν δεν είχαμε επιδοθεί όλοι μας στην καταστροφολογία ώστε να καλλιεργούμε την ύπαρξη δεινών που δεν προέκυψαν – τουλάχιστον – με τη μορφή που μας τρόμαζε; Και πως τόσο ευαίσθητοι στις συμφορές που μας έχουν πλήξει, ή πρόκειται να μας πλήξουν, σταθήκαμε ανίκανοι για μια στοιχειώδη διάκριση: για το ποιοι δηλαδή μιλούν κατά κόρον καταστροφολογώντας.

Με λίγα λόγια καταστροφολογούν όσοι είχανε, διατηρούν και διεκδικούν πάντα ένα χορταστικό μερίδιο στην οικονομική και κοινωνική πίτα. Καταστροφολογούν όσοι φοβούνται πως θα στερηθούν πράγματα που στην ουσία δεν χρειάζονται. Καθώς οι άνθρωποι αυτοί είναι οι μόνοι που μπορούν να ακούγονται.

Ο λαός ή σωπαίνει (το ότι διαδηλώνει δεν σημαίνει ότι ακούγεται πραγματικά η φωνή του) ή υπομένει ή αν φοβάται έχει την αξιοπρέπεια να μην το δείχνει. Το λέει θαυμάσια η κυρία Εκάβη στο «Τρίτο στεφάνι» του Ταχτσή: «Τα ίδια μας λέγανε και με τον προηγούμενο πόλεμο και μας τρομάξανε άδικα. Και τι πάθαμε; Το πολύ πολύ να πεθάνουμε. Πφφφ!».

Οταν ζεις μέσα στην αβεβαιότητα, όπως ζει ο λαός, δεν πανικοβάλλεσαι όταν η αβεβαιότητα συμβεί να διογκωθεί. Παρ’ όλα αυτά, η καταστροφολογία θα παρέμενε ένα γεγονός σχεδόν ανώδυνο, αν δεν είχε μια άλλου είδους δραματική επίπτωση: να ισχυροποιεί τις εξουσίες, την πολιτική, την οικονομική, την εκκλησιαστική, την πνευματική, την οποιαδήποτε εξουσία.

Αν και αναγνωρίζονται ως οι κύριες υπεύθυνες για την καταστροφή, οι άνθρωποι προσκολλώνται όλο και εντονότερα σε αυτές, σαν να πρόκειται για τη μοναδική ελπίδα σωτηρίας. Εξακολουθούμε να φανταζόμαστε πως ό,τι μας πηγαίνει σαν βαρίδι στον πάτο – όπως είναι η κάθε εξουσία – μπορεί να γίνει την τελευταία στιγμή το θαύμα και να λειτουργήσει ως σωσίβιο.