«Δεν παίρνουν έτσι τα σπίτια οι τράπεζες… Κάτι θα γίνει, θα δεις!» Μια νέα γυναίκα-καθαρίστρια σε νοσοκομείο μιλά στον μεροκαματιάρη άντρα της που έχει κουκουλωθεί με τα ρούχα στο κρεβάτι να μη σκέφτεται τη δόση του στεγαστικού δανείου που δεν έχουν να την πληρώσουν. Του μιλά για το ζευγαράκι, τη δικιά μας και τον φυλακισμένο Ρουμάνο που κόλλησαν τα χέρια τους με λόγκο για να μη χωρίσουν και βρέθηκαν μαζί στο νοσοκομείο. Ομως εκείνος άλλα ακούει γιατί είναι πια παραδομένος. «Επρεπε», της απαντά, «να καλέσεις τα κανάλια και να ζητήσεις λεφτά για την πληροφορία…». Με δεκάξι τέτοιες ιστορίες οι οποίες φωτίζουν την υπαρξιακή διάσταση της κρίσης που περνά η ελληνική κοινωνία, κέρδισε το φετινό Κρατικό Βραβείο Διηγήματος ο Χρήστος Οικονόμου. Η συλλογή «Κάτι θα γίνει, θα δεις» (εκδ. Πόλις 2010) είναι μια ελεγεία για τους ανθρώπους του μόχθου που ζουν στο μισοσκόταδο της ελληνικής πραγματικότητας, εκεί στις εργατικές συνοικίες του Πειραιά, όπου αντιμετωπίζουν την αβεβαιότητα, τη ματαίωση, την ντροπή και χάνουν σιγά σιγά τον εαυτό τους.

Εχουν περάσει δύο χρόνια αφότου ολοκλήρωσες τη συλλογή διηγημάτων σου. Αραγε, ισχύει σήμερα το «κάτι θα γίνει, θα δεις»;

Ναι, ισχύει, και για τότε, και για τώρα. Σε ακραίες καταστάσεις, μπορείς να βρεις μεγάλη δύναμη μέσα σου. Το «κάτι θα γίνει» είναι μια στάση ζωής, ένα γρανάζι που κάνει τον κόσμο να γυρίζει. Σημαίνει ότι ακόμη κι αν πηγαίνεις στα τυφλά, προσπαθείς να κρατηθείς στα πόδια σου, έστω και με τρόπους που δεν είναι ρεαλιστικοί ή δεν είναι αποδοτικοί. Σημαίνει ότι δεν τα παρατάς. Η πίστη αυτή από μόνη της – και δεν εννοώ τη θρησκευτική πίστη, παρότι προσωπικά πιστεύω στον Χριστό – είναι ένας μικρός θεός.

Μιλάς όμως για μια ατομική στάση και όχι για συλλογική στάση απέναντι στα πράγματα.

Ζούμε καταστάσεις πρωτόγνωρες κι όμως δεν βλέπω να γίνεται τίποτα ουσιαστικό σε συλλογικό επίπεδο. Ακόμη και τα κινήματα στις πλατείες, όσο κι αν εξέφρασαν πραγματική απόγνωση και ειλικρινείς προθέσεις, μοιάζει να έχουν εκφυλιστεί. Διότι ισχύει μάλλον αυτό που έλεγε ο Τολστόι, ότι «όλοι θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο, αλλά κανένας δεν θέλει να αλλάξει τον εαυτό του». Για να υπάρξει όμως οτιδήποτε συλλογικό, για να φέρει αποτελέσματα και για να έχει διάρκεια, χρειάζεται πρώτα να υπάρχει μια ελάχιστη αυτοσυνειδησία. Θεωρώ λοιπόν ότι αυτό είναι που λείπει από την κατακερματισμένη ελληνική κοινωνία. Αλλοι λένε ότι φταίει που βολευτήκαμε. Εγώ λέω ότι ανάμεσα σε άλλα, φταίει και το ότι μας λείπει η πίστη.

Οι ιστορίες σου όμως εστιάζουν αποκλειστικά στον κόσμο του μόχθου, ενώ σήμερα η κρίση πλήττει όλα τα κοινωνικά στρώματα.

Από την αρχή με ενδιέφεραν οι ξεχασμένοι της κοινωνίας. Οχι για να δείξω ότι είναι ριγμένοι, αλλά για να δείξω ότι αυτοί είναι οι πιο ευάλωτοι. Δεν ήθελα δηλαδή να κάνω μια ακτινογραφία ολόκληρης της κοινωνίας, αλλά να μιλήσω για εκείνους που βιώνουν πιο έντονα τις συνέπειες της κρίσης. Σήμερα ωστόσο έχει γίνει φανερό ότι δεν πρόκειται για έναν κόσμο που κινείται στο περιθώριο, αλλά για έναν κόσμο που κινείται σε μια περιοχή της οποίας τα όρια όλο και διευρύνονται. Ετσι οι ιστορίες μου, ενώ διαβάζονταν ως ρεαλιστικές όταν πρωτοεκδόθηκαν τον Απρίλιο του 2010, σήμερα διαβάζονται ως αλληγορικές.