Τμήμα – του πυρήνα μάλιστα – ενός φθαρμένου και απαξιωμένου πολιτικού συστήματος, η Ντόρα Μπακογιάννη μετέχει μιας παράδοσης, πολιτικής και οικογενειακής, που από πολλούς θεωρείται πως κουβαλάει αμαρτίες όχι ευάριθμες: ρουσφετολογία, μικροκομματική προσέγγιση της πραγματικότητας, δομικές σχέσεις με τον βαθύ «πελατειασμό», ελευθεριάζουσα αντίληψη για το δημόσιο χρήμα (υπό την έννοια της τάσης για παροχές που δεν συνέβαλαν στη δημοσιονομική εξυγίανση) κ.ο.κ.

Είναι, λοιπόν, αυτή η σχέση της με το απεχθές χθες που την κάνει, σε συνθήκες κονιορτοποίησης του κλασικού δικομματισμού, να εισπράττει το μικρότερο – σχεδόν αμελητέο – μερίδιο από τη διαρροή του εκλογικού σώματος; Είναι που η αυτοκριτική της, συγκλονιστική σε κάποια σημεία, δεν πείθει για το βάθος και την ειλικρίνειά της; Είναι, μήπως, το ότι η αυτοκριτική αυτή την έχει οδηγήσει σε κάποιες, ρηξικέλευθες ενίοτε, διαχειριστικές προτάσεις, όχι όμως σε μια νέα πολιτική «φιλοσοφία», τέτοια που θα μπορούσε να την οδηγήσει «έξω και πάνω από τη χλεύη»; («Φιλοσοφία», όμως, η οποία προϋποθέτει ένα πνευματικό κεφάλαιο που πιθανόν δεν διαθέτει η άλλοτε «επόμενη αρχηγός της ΝΔ»;)

Ενδεχομένως όλα αυτά να έχουν τη συμβολή τους στη δημοσκοπική της καθήλωση. Επομένως, εάν έχει ακόμη κάποιες ελπίδες – ή, για ορισμένους, αν έχει κάποια σκοπιμότητα – να διασφαλίσει το περιβόητο ποσοστό πολιτικής επιβίωσης, αυτό δεν οφείλεται τόσο στη γοητεία που εκπέμπει το πολιτικό της εγχείρημα όσο στην αλλαγή κοινοβουλευτικών ισορροπιών που θα δημιουργούσε ενδεχόμενη είσοδός της στη Βουλή. Ειδικότερα…

Και σε παλαιότερη αρθρογραφική μου παρέμβαση είχα επισημάνει ότι, σύμφωνα προς όλα τα πρόσφατα δημοσκοπικά ευρήματα, το βασικό διακύβευμα της επόμενης εθνικής εκλογικής αναμέτρησης είναι ένα: η «δεξιοδεξιά συμμαχία» θα καταφέρει να αποσπάσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, κάτι που κατά πάσα πιθανότητα θα οδηγήσει σε συγκυβέρνηση Σαμαρά – Καρατζαφέρη; Ή, αντίθετα, θα αχθούμε σε ένα ευρύτερο κυβερνητικό σχήμα (με πολιτικά ενισχυμένα τα αντιλαϊκιστικά, μη ακροδεξιά και μη πάσχοντα από εθνικιστική μυωπία στοιχεία της ΝΔ, καθώς και τις δυνάμεις ευθύνης του ΠΑΣΟΚ), οπότε πρωθυπουργός, πιθανότατα, θα ξαναγίνει ο Παπαδήμος ή κάποιος άλλος με ανάλογα χαρακτηριστικά;

Είναι προφανές, λοιπόν, πως οι ψηφοφόροι εκείνοι που θεωρούν ανεπαρκή, ασταθή, αναξιόπιστο, τυχάρπαστο ή πολιτικά επικίνδυνο τον σημερινό ηγέτη της ΝΔ, εκείνοι επίσης που αποδοκιμάζουν τις αντιφιλελεύθερες πρακτικές ή τις δημοσιονομικές επιλογές των πρόσφατων κυβερνήσεων αυτού του κόμματος, όσοι ακόμη ενοχλούνται από τον αέναο μετεωρισμό μεταξύ υπευθυνότητας και καιροσκοπισμού του προέδρου του ΛΑΟΣ, συνολικά δε όσοι τρομάζουν από το ιδεολογικό στίγμα, την εκτιμώμενη «αποτελεσματικότητα» στο εσωτερικό και τη διεθνή «φερεγγυότητα» μιας πιθανής δεξιοδεξιάς συγκυβέρνησης (με οριακή μάλιστα κοινοβουλευτική πλειοψηφία), όλοι αυτοί αναζητούν άλλον πολιτικό προσανατολισμό. «Ψήφο στο ΚΚΕ» είχα λοιπόν, όχι μόνο ως χαριτολόγημα, γράψει παλαιότερα, εννοώντας πως η στροφή σε αντισυστημικά κόμματα, αποτρέποντας την προοπτική αυτή, θα μπορούσε να οδηγήσει σε κυβέρνηση ευρύτερης κοινοβουλευτικής βάσης και μεγαλύτερης πολιτικής αξιοπιστίας, εσωτερικώς και διεθνώς.

Ωστόσο, με όρους «μαθηματικού» και πολιτικού ορθολογισμού, η βαρύνουσα ψήφος για τον συγκεκριμένο σκοπό είναι αυτή στη Δημοκρατική Συμμαχία, η οποία, σύμφωνα προς τις σφυγμομετρήσεις, κινείται οριακά κοντά στο κρίσιμο 3%. Μια ψήφος προς οποιοδήποτε άλλο κόμμα, το οποίο βρίσκεται σίγουρα πάνω ή σίγουρα κάτω από αυτό το όριο, δεν σημαίνει ουσιαστικά τίποτε για τους μετεκλογικούς συσχετισμούς κοινοβουλευτικών δυνάμεων. Εφόσον, όμως, το κόμμα της πρώην επικεφαλής της εθνικής μας διπλωματίας υπερβεί το συγκεκριμένο ποσοστό, θα μειωθούν κατά 4 ή 5 οι έδρες της δεξιάς «πολυκατοικίας» με συνακόλουθη διαμόρφωση τελείως διαφορετικών μετεκλογικών δεδομένων.

Συμπέρασμα: η Ντόρα Μπακογιάννη δεν φαίνεται να πείθει ούτε με την ιστορία της, ούτε με την προσωπικότητά της, ούτε με τα στελέχη της, ούτε με τις θετικές προτάσεις του κόμματός της. Ισως, λοιπόν, η επιχειρηματολογία όχι μόνο για το τι γενικότερα θα επέτρεπε, αλλά και για το τι ειδικά θα απέτρεπε η είσοδός της στη Βουλή, να είναι πιο πειστική στα αυτιά εκείνων των πολιτών που τη θεωρούν αναπόσπαστο τμήμα του παλιού πολιτικού συστήματος. Με άλλα λόγια, ίσως δίνει απάντηση στο δίλημμα «Σαμαράς ή κάτι σαν τον Παπαδήμο;», «δεξιοδεξιά κυβέρνηση ή ευρύτερο συμμαχικό σχήμα;».

Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικών Θεσμών και Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο