Γιατί αυτή η μόδα επιστροφής στο παρελθόν της βωβής ασπρόμαυρης εποχής; Επειδή η γαλλική «The Artist» μαζεύει το ένα βραβείο μετά το άλλο. Επειδή στις υποψηφιότητες των Οσκαρ που ανακοινώνονται σήμερα θα είναι μέσα σε πολλές λίστες. Αλλά και επειδή δίχασε κοινό και κριτικούς όσο καμία άλλη τα τελευταία χρόνια!

Η σιωπή είναι χρυσός. Κάπως έτσι άρχισε η περιπέτεια των εικόνων στα τέλη του 19ου αιώνα. Και χρειάστηκε να πορευτεί στη σιωπή μέχρι το 1927. Οταν «Ο τραγουδιστής της τζαζ» (The Jazz singer), μια ιστορία στην οποία ο λευκός πρωταγωνιστής της ήταν μπογιατισμένος μαύρος, έσπασε τη σιωπή και άρχισαν η ομιλία, ο ήχος και η μουσική.

Αυτό το σπουδαίο τεχνολογικό επίτευγμα έμελλε να παίξει ένα άσχημο παιχνίδι στην καριέρα πολλών ονομάτων του star system εκείνης της εποχής. Ομως ο θάνατος πρόλαβε και έτσι ο Ροδόλφος Βαλεντίνο «εγκατέλειψε» έναν χρόνο πριν να αναμετρηθεί με τον ήχο. Η πανέξυπνη επίγεια θεά Γκρέτα Γκάρμπο συνέχισε αλλά στις αρχές της δεκαετίας του 1940 «εξαφανίστηκε» στην ιδιωτική της ζωή, αφήνοντας πίσω της να μας απασχολεί ο μύθος της. Και ο Ντάγκλας Φέρμπανκς, αν και συνέχισε, ποτέ, σε καμία ομιλούσα ταινία του, όπως παλιά δεν έλαμψε.Πάνω κάτω, ο Μισέλ Χαζναβισιούς αυτό ακριβώς έκανε. Ιστορίες παλιών stars συνέθεσε και σαν τον Μίδα από τον βωβό κινηματογράφο χρυσό έπιασε. Τι είναι αυτό; Φυσικά νοσταλγία και ένα ρομάντζο δύο εραστών. Εκείνος ασυμβίβαστος. Εκείνη συμφιλιωμένη με τον ήχο. Εκείνος στο περιθώριο. Εκείνη να λάμπει στην οθόνη. Ομως στο τέλος το μιούζικαλ τούς ενώνει. Οπως ο Φρεντ Αστέρ με την Τζίντζερ Ρότζερς στο «Top Hat» του 1935. Και να φανταστεί κανείς ότι μέχρι το «Artist» το πιο σπουδαίο πράγμα που είχε υπογράψει ο Μισέλ Χαζναβισιούς ήταν μια παρωδία κατασκοπευτικής ιστορίας τύπου Τζέιμς Μποντ με τον τίτλο «OSS Αποστολή στο Κάιρο». Ουδείς εκ των κριτικών τού έδωσε σημασία. Με πρωταγωνιστή πάλι τον Ζαν Ντιζαρντέν που δεν αποκλείεται να διεκδικήσει Οσκαρ ερμηνείας!

Αποτέλεσμα; Η κινηματογραφική κοινότητα αλλά και το κοινό διχάστηκαν. Το ένα στρατόπεδο υπέρ, με το επιχείρημα ότι η αντιγραφή είναι σπουδαία και άκρως ωφέλιμη για το νεανικό κοινό. Και το άλλο στρατόπεδο εναντίον, με επιχειρήματα του τύπου η ιστορία είναι ρηχή, πρόκειται περί καλλιγραφίας και το αποτέλεσμα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια καλοφτιαγμένη φωτοκόπια.

Ετσι κι αλλιώς, μέσα σ’ αυτήν τη χρονιά των πολλών μετριοτήτων, το ασπρόμαυρο βωβό ρομάντζο του Χαζναβισιούς αποτελεί τον απόλυτο ορισμό του feel good. Περνάς μια χαρά με μια ταινία που δεν προσβάλλει την αισθητική του Σινεμά.

Το επίτευγμα είναι μοναδικό γιατί είναι η πρώτη φορά που μια ταινία όχι μόνο είναι ασπρόμαυρη αλλά και βωβή. Θυμίζω ότι αρκετοί Αμερικανοί και Ευρωπαίοι φλερτάρισαν με επιτυχία με τη γοητεία του black and white. Οπως ας πούμε ο Μπομπ Φόσι στον «Λένι ο βρωμόστομος» με τον Ντάστιν Χόφμαν του 1974. Οπως ο Γούντι Αλεν με το «Μανχάταν» του 1979. Οπως ο Στίβεν Σπίλμπεργκ με την κορυφαία περίπτωση της «Λίστας του Σίντλερ» του 1993 και των πολλών Οσκαρ. Ομως ασπρόμαυρο και βωβό είναι η πρώτη φορά.

Είτε έτσι είτε αλλιώς, με το «Artist» επιστροφή στις ρίζες λοιπόν. Στον Γκρίφιθ, «πατέρα» του αμερικανικού κινηματογράφου, τον Τσάρλι Τσάπλιν, τον Μπάστερ Κίτον, την Γκρέτα Γκάρμπο, τον Βαλεντίνο αλλά και στον δράκουλα «Νοσφεράτου», στη «Μητρόπολη» του Φριτς Λανγκ και στους πρωτοπόρους του σοβιετικού σινεμά. Για να καταλάβετε τη δύναμη των κινούμενων εικόνων ένα σας λέω. Οταν οι Μπολσεβίκοι το 1917 κατέλαβαν τα χειμερινά ανάκτορα, ο Λένιν, εντυπωσιασμένος από τη «Γέννηση ενός έθνους», ένα από τα πρώτα πράγματα που ήθελε ήταν να μεταγράψει στη Μόσχα, ως εκπαιδευτή, τον αμερικανό και «ιμπεριαλιστή» Γκρίφιθ. Τελικώς, αντί του Γκρίφιθ, τα ηνία ανέλαβε ένας μηχανικός με το όνομα Σεργκέι Αϊζενστάιν που μερικά χρόνια αργότερα έβαλε την υπογραφή του στο μνημειώδες «Θωρηκτό Ποτέμκιν». Περασμένα ασπρόμαυρα, βουβά, μεγαλεία και θυμώντας τα να κλαις και να γελάς!