Η διαδοχή ηγεσίας αποτελεί μία από τις κρισιμότερες λειτουργίες ενός κόμματος. Στους παράγοντες που ασκούν μεγαλύτερη επίδραση περιλαμβάνονται η βούληση του υφιστάμενου αρχηγού να παραιτηθεί και να αποσυρθεί ή να διεκδικήσει εκ νέου τη θέση ή να ελέγξει τη διαδοχή• η κατάσταση του κόμματος, αν έχει μεσολαβήσει εκλογική ήττα, αν υπάρχει ενότητα ή αντιπαράθεση• η στάση των υποψηφίων, αν επιλέγουν την αμφισβήτηση ή τη συνέχεια με τον υφιστάμενο αρχηγό• η ευρύτερη πολιτική συγκυρία.

Το ΠΑΣΟΚ σήμερα βρίσκεται ακριβώς σε μια τέτοια διαδικασία διαδοχής, κατά την οποία όμως καμία από τις παραπάνω μεταβλητές δεν έχει αποσαφηνιστεί, γεγονός που καθιστά δυσχερή την εκτίμηση για την έκβασή της. Τρία διαφορετικά σενάρια μπορεί να εξεταστούν με αναφορά σε παραδείγματα από την ευρωπαϊκή πολιτική.

Πρώτον, ο Γ. Παπανδρέου να επιδιώξει να ελέγξει τη διαδοχή και να διατηρήσει την επιρροή του στο κόμμα, περίπτωση «διαρχίας». O Χέλμουτ Σμιτ διαδέχθηκε στην Καγκελαρία τον Βίλι Μπραντ, αλλά ο τελευταίος διατήρησε τον έλεγχο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD). Η εξάρτηση της κυβέρνησης Σμιτ από την επιρροή του Brandt τελικά οδήγησε στην απώλεια στήριξής της στις αρχές του ’80.

Δεύτερον, μία δεινή εκλογική ήττα του ΠΑΣΟΚ και έπειτα αλλαγή ηγεσίας. Οι Εργατικοί υπό τον Κάλαχαν δεν κατάφεραν να διαγνώσουν και να προλάβουν την εξέγερση των συνδικάτων τον χειμώνα 1978-’79 και οδηγήθηκαν σε δεινή ήττα από τους Συντηρητικούς της Θάτσερ, ενώ οδηγήθηκαν σε εκλογική παρακμή και διάσπαση τη δεκαετία ’80. Kατάφεραν να επιστρέψουν ύστερα από 20 χρόνια στην εξουσία (1997) και έπειτα από τον επαναπροσδιορισμό τους ως Νέοι Εργατικοί από τον Μπλερ.

Τρίτον, ο Γ. Παπανδρέου να αμφισβητηθεί από τα στελέχη του κόμματος και να οδηγηθεί σε αποχώρηση. Στη Βρετανία ισχυροί ηγέτες με σημαντικές εκλογικές και κυβερνητικές επιτυχίες, όπως οι Θάτσερ και Μπλερ, αμφισβητήθηκαν με οργανωμένες κινήσεις από τους backbenchers βουλευτές και εξαναγκάστηκαν σε παραίτηση, γιατί αυτό κρίθηκε ότι είναι προς το συμφέρον του κόμματος. Ο Κολ, επίσης, κατήλθε στις εκλογές το 1998, έχασε και αποχώρησε χωρίς προϋποθέσεις από την ηγεσία της CDU.

Σε κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις, και τηρουμένων των αναλογιών, το ΠΑΣΟΚ πιθανότητα θα εισέλθει σε μια περίοδο κατά την οποία η ανάκτηση της εκλογικής του επιρροής θα απαιτήσει χρόνο και ισχυρή ηγεσία, αν όχι διαδοχικές αλλαγές ηγεσίας, όπως συνέβη με τους βρετανούς Συντηρητικούς μετά το 1997 ή τους γάλλους Σοσιαλιστές μετά το 1995.

Αν εξετάσουμε όμως την τρέχουσα συγκυρία κρίσης του πολιτικού συστήματος και της οικονομίας, συνάγουμε ότι οι εξελίξεις εντός του ΠΑΣΟΚ θα έχουν αναμφίβολα ευρύτερες επιδράσεις. Δεν θα πρέπει δε να παραβλέψουμε φαινόμενα μετάδοσης της «ασθένειας» στον άλλο ισχυρό πόλο του κομματικού συστήματος, τη ΝΔ, αν το εκλογικό αποτέλεσμα κριθεί ανεπιτυχές.

Τα παραπάνω σενάρια και οι υποθέσεις δεν συνηγορούν, βεβαίως, αναγκαστικά σε διαπιστώσεις περί τέλους της μεταπολίτευσης, γιατί τα εν λόγω κόμματα διακρίνονται για την προσαρμοστικότητά τους και την ικανότητα επιβίωσης, έστω και αν αυτό συνεπάγεται την ανατροπή στην κατανομή της πολιτικής επιρροής στο εσωτερικό τους, όπως συνέβη για παράδειγμα στις περιπτώσεις διαδοχής Αβέρωφ – Μητσοτάκη και Α. Παπανδρέου – Σημίτη.

Ο Μάνος Γ. Παπάζογλου είναι λέκτορας Πολιτικών Συστημάτων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου