Ας μη φρεναπατώμεθα. Ενα πολιτικό σύστημα εν πολλοίς ιδιοτελές και οπωσδήποτε διαχρονικά και διαπαραταξιακά περιδεές σε κάθε ενδεχόμενο ανάληψης πολιτικού κόστους, ένα συνδικαλιστικό κίνημα με στοιχεία μαφίας και κατοχικού στρατού, μια κοινωνία ανίκανη ή απρόθυμη να δει πέρα από το βραχυπρόθεσμο (π.χ. ματαίωση Ασφαλιστικού Γιαννίτση) και ένας ευτελής εσμός – θεσμός ΜΜΕ λαϊκιστικής φιλοσοφίας και εκβιαστικής νοοτροπίας, όλα αυτά, ενδεχομένως και με την «ευγενή συνδρομή» κάποιων θυλάκων του δικαστικού σώματος, σώρευσαν βάρη και ανομήματα που δύσκολα θα μπορούσε να αντιμετωπίσει και η πιο ορθολογική εξυγιαντική παρέμβαση. Ως εκ τούτου, οι πιθανότητες της κυβέρνησης Παπαδήμου να αποτρέψει, μέσα άλλωστε σε ένα εξαιρετικά δυσχερές διεθνές κλίμα, τη συντέλεια της πτώχευσης και της εξόδου από το ευρώ δεν είναι πάρα πολύ μεγάλες. Αυτό, όμως, είναι τα «καλά» νέα.

Τα κακά συνίστανται σε δύο στοιχεία. Πρώτον, ότι οποιοδήποτε εναλλακτικό κυβερνητικό σχήμα, οποιαδήποτε άλλη πολιτική προοπτική έχει – για λόγους διεθνούς περιβάλλοντος, φερεγγυότητας στο εξωτερικό, εσωτερικού πολιτικού στίγματος και ηγετικής ανεπάρκειας – άπειρα ισχνότερες πιθανότητες, αν υποτεθεί πως έχει κάποιες, να ανατρέψει τον επερχόμενο Αρμαγεδδώνα. Αυτόν που θα επαναφέρει, πιθανότατα, τη χώρα μας στο επίπεδο της ανταλλακτικής οικονομίας, θα προκαλέσει ενδεχομένως τεράστιο έλλειμμα βασικών αγαθών και θα εκτινάξει στα ύψη την εγκληματικότητα, εκμηδενίζοντας τα ελάχιστα υπολείμματα δημόσιας ασφάλειας που επιβιώνουν ακόμη στο κράτος του Χρήστου Παπουτσή. Το δεύτερο κακό, όμως, είναι πως η – ήδη εκ της συγκρότησης και της σύστασής της υπονομευθείσα – κυβέρνηση του άλλοτε κεντρικού τραπεζίτη της χώρας μάλλον δεν θα αφεθεί καν να δοκιμάσει τις όποιες πιθανότητες θα μπορούσε να έχει για να αποτρέψει, κυριολεκτικά στο και ένα, την έσχατη καταβαράθρωση του τόπου. Πράγματι…

Κατά το πρότυπο των παλινορθωθέντων Βουρβόνων, μηδέν διδαχθείσες από το παρελθόν και τις καταστροφές που (και) με ευθύνη τους επισωρεύτηκαν, οι πολιτικές δυνάμεις και οι πολλαπλά προβληματικές τους ηγεσίες εξακολουθούν, λες και ζούμε σε καιρούς «φυσιολογικούς» και ανέφελους, να σκέπτονται, να πολιτεύονται και να ενεργούν με όρους πολιτικής αγοράς, πολιτικού κόστους, βιδώματος σε τρικλίζουσες αρχηγικές καρέκλες, αποφυγής ή μετακύλισης ευθυνών και, σε τελική ανάλυση, με λογική «σκύλευσης ψήφων» από το πτώμα της χώρας.

Για όλους τους έτσι σκεπτόμενους και τόσο ανεύθυνα συμπεριφερόμενους η Ιστορία θα μπορούσε να έχει κάποια, έστω και σχετική, διδακτική αξία. Το νόημά της, όπως εκφράζεται έπειτα από κάθε εθνική τραγωδία – οπότε η κοινωνία ζητάει αίμα, κάθαρση και μετάθεση αλλού ακόμη και των δικών της ευθυνών -, θα μπορούσε να αποδοθεί με το «καθαρτήριο» όνομα του κοντινού προαστίου της Αθήνας που βρίσκεται μεταξύ Αμπελοκήπων και Ζωγράφου.

Ωστόσο ακόμη και το Γουδή εκφράζει μια τιμωρητική βία συντεταγμένη, εξειδικευμένη, διεπόμενη από κάποιες – έστω και εκ των υστέρων θεσμοθετημένες – κανονικότητες. Η τιμωρητική βία που θα ξεσπάσει στην Ελλάδα της πιθανής χρεοκοπίας και της νεκραναστημένης δίκην Λαζάρου δραχμής – στην Ελλάδα που αποτελεί το όνειρο και τον στόχο κάποιων εθνικοϋπερήφανων (αν)εγκέφαλων – θα είναι, φοβάμαι, μια βία άθεσμη, ανεξέλεγκτη, διάχυτη, ευκαιριακή, παρορμητική, στρεφόμενη κατά δικαίων και αδίκων, ανευθύνων, υπευθύνων αλλά, ενδεχομένως, και των οικογενειών τους. Δρόμοι, σχολεία, κοινωνικές εκδηλώσεις θα γίνουν πραγματική κόλαση και τότε οι σημερινοί άφρονες θα καταλάβουν, έστω και λίγο αργά, πως σε συγκυρίες σαν τις παρούσες ο πολιτικός τζόγος και ο καιροσκοπισμός είναι εξαιρετικά επικίνδυνες και ανορθολογικές δραστηριότητες.

Γιατί επάγονται, πιθανότατα, ζημίες δυσανάλογα μεγαλύτερες από τα προσδοκώμενα ευτελή μικροκομματικά οφέλη στα οποία αποβλέπει ο, εκτός τόπου και χρόνου, μυωπικός πολιτικός τους ακτιβισμός.

Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικών Θεσμών και Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο