«Η σκέψη πρέπει να είναι ελεύθερη. Αν δεν είναι, κάθε είδους καταπίεση γίνεται δυνατή, κάθε πράξη γίνεται ένοχη». Μιλάει ο Μεξικανός Κάρλος Φουέντες με την πείρα των 80 χρόνων του στο πλέον πρόσφατο μυθιστόρημά του, που είναι και η πολιτική διαθήκη του. Πρόκειται για το «Η θέληση και η τύχη» (μτφ. Μαργαρίτα Μπονάτσου, Εκδ. Καστανιώτης) που διαδραματίζεται στην αχανή Πόλη του Μεξικού με τα 22 εκατομμύρια κατοίκους, αλλά αντανακλά τον προβληματισμό της προοδευτικής ελίτ για επίκαιρα πολιτικά φαινόμενα όπως τα ιδιότυπα λατινοαμερικανικά καθεστώτα τύπου Τσάβες, οι περιπτώσεις Μπερλουσκόνι και Πούτιν ή τα πολυσυλλεκτικά κινήματα των «Αγανακτισμένων». Ο Φουέντες αναστοχάζεται παράλληλα το πώς τα επαναστατικά οράματα παραστρατίζουν όταν μπουν στη δοκιμασία της πραγματικότητας και καταθέτει τις αμφιβολίες του για το αν μπορεί να χωρέσει η ηθική στην πολιτική. Δεν είναι τυχαίο ότι αφιερώνει το βιβλίο έμμεσα στην ανήσυχη νεολαία και άμεσα στα παιδιά του: την 50χρονη Σεσίλια, στον Λέμους που πέθανε αιμοφιλικός στα 25 του και τη Νατάσα που πέθανε στα 30 της από υπερβολική δόση ναρκωτικών.

Πρωταγωνιστές του Φουέντες είναι δύο αδελφικοί φίλοι, επίδοξοι αρχιτέκτονες της επανάστασης, τους οποίους παρακολουθούμε από τα 15 έως τα 28 τους να μοιράζονται τη μύησή τους στον έρωτα και τις ιδέες και να καταλήγουν να συγκρούονται για το πώς το προσωπικό και το πολιτικό, το ατομικό και το συλλογικό αποκτούν νόημα στην πράξη. Και οι δύο ζουν με οικονομική άνεση, χωρίς γονείς, ως άλλοι Κάστορας και Πολυδεύκης. Στο τέλος όμως εξελίσσονται σε Αβελ και Κάιν, ο ένας εντός και ο άλλος εκτός του οικονομικοπολιτικού συστήματος (όπως οι αντάρτες αδελφοί Κάρλος και Χερνάντο Πισάρο Λεονγκόμες μεταξύ 1950-1990 στην Κολομβία) να παλεύουν όχι μεταξύ τους αλλά «ενάντια στη θέληση και στην τύχη στις οποίες πρέπει να υποταχθούν»… Γύρω τους ένα μεγάλο μυστικό, που αποκαλύπτεται στις τελευταίες σελίδες, τους τυλίγει μαζί με άλλα βασικά πρόσωπα: έναν δαιμόνιο, κυνικό και απόμακρο μεγιστάνα κινητής τηλεφωνίας, έναν αντιφατικό σοφό νομικό, έναν σκοτεινό άρχοντα του υποκόσμου κλεισμένο εθελοντικά στη φυλακή, έναν ιερωμένο δάσκαλο-καθοδηγητή, μια αχόρταγη και αδίστακτη γαιοκτήμονα, δυο μοιραίες γυναίκες – πρώην κλέφτρα η μία και τεχνοκράτισσα η άλλη – και τον δειλό και επιπόλαιο πρόεδρο της χώρας. Η διασταύρωσή τους παραπέμπει στο πολιτικό παιχνίδι εξουσίας στο Μεξικό ή και σε πλήθος δυτικές χώρες: στον επαναστατικό φιλελευθερισμό που συνυπάρχει με τον επαναστατικό συντηρητισμό, στη διαπλοκή του κεφαλαίου με τις κυβερνήσεις, στη διχασμένη Αριστερά που είτε συνεργάζεται είτε υπονομεύει τον φιλελεύθερο εκσυγχρονισμό, στην υπόγεια επιρροή της θρησκείας, στην ύπουλη δράση της ακροδεξιάς, στους δημαγωγούς πολιτικούς, στα αδιέξοδα της νεολαίας.

Ενθερμος υποστηρικτής του Κάστρο κάποτε, ο σημερινός Φουέντες μοιάζει δύσπιστος απέναντι στις σύγχρονες λαϊκές εξεγέρσεις και μας προκαλεί να προβληματιστούμε για το πώς αλλιώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η κρίση στις πλουραλιστικές κοινωνίες. Αραγε, μάς ρωτάει, η πνευματική παιδεία ως έκφραση της συνείδησης του καλού μπορεί να λειτουργήσει ως ανάχωμα στην επιλογή του «κακού», ή μήπως το κακό θα εμφανιστεί έτσι κι αλλιώς; Μήπως η εξουσία ασκείται όχι όπου θέλουμε, αλλά όπου μπορεί; Μήπως είναι σφάλμα να πιστεύουμε πως το ανικανοποίητο λαϊκό πλήθος είναι έτοιμο να ακολουθήσει μια επαναστατική πρωτοπορία, αφού κι αυτό μάλλον δεν είναι παρά ένα δικό της εφεύρημα; Μήπως τα ισχυρά κόμματα εξουσίας που «βολεύουν το ψέμα στην αλήθεια και την αλήθεια στο ψέμα» δεν κάνουν άλλο από το να υπονομεύουν οποιαδήποτε ανανέωση; Μήπως πιο επικίνδυνος από τις ενδεχόμενες εξεγέρσεις είναι εντέλει «ο τύραννος που έρχεται στην εξουσία με την ψήφο, και μετατρέπεται σε εκλεγμένο δικτάτορα»;