Αφηγητής στο «Η θέληση και η τύχη» είναι το κεφάλι του… Αβελ που κόπηκε με ματσέτα. Από την αρχή ο Φουέντες αναδεικνύει το θέμα της ανεξέλεγκτης εγκληματικότητας που μαστίζει το Μεξικό, γράφοντας ότι πρόκειται για τον 50ό αποκεφαλισμένο της εβδομάδας, τον 1.000ό της χρονιάς. Κάτι που δεν εκπλήσσει όταν ξέρουμε την υπόθεση των δολοφονημένων γυναικών στη συνοριακή πόλη Χουαρέζ, για τις οποίες γράφει και ο Χιλιανός Ρομπέρτο Μπολάνιο στο περίφημο «2666» (Εκδ. Αγρα)

Από τα πιο ανατριχιαστικά επεισόδια στο μυθιστόρημα του Φουέντες είναι η επίσκεψη του αφηγητή, ως φοιτητή της Νομικής, στις φυλακές Σαν Χουάν ντε Αραγκόν, «στα σπλάχνα της ομοσπονδιακής πρωτεύουσας». Εκεί βλέπει τα εγκαταλειμμένα παιδιά που χρησιμοποιούν οι συμμορίες των κακοποιών σαν κλέφτες αφού τα εθίσουν στα ναρκωτικά, βλέπει τα παιδιά με νοητική καθυστέρηση που τα πουλάνε οι πεινασμένες οικογένειές τους και εξελίσσονται σε τσιλιαδόρους ή σαμποτέρ στην υπηρεσία του υποκόσμου, τα θύματα απαγωγών που τροφοδοτούν το εμπόριο οργάνων ή τα δίκτυα της πορνείας, και όλους αυτούς τους σημερινούς Άθλιους που ήδη από την εφηβεία τους δεν έχουν διέξοδο. Πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι, ρωτάει ο Φουέντες, ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι ένοχοι και εμείς αθώοι; Από αυτούς πάντως στρατολογεί ο Κάιν – ο αλλοτινός φίλος του αφηγητή – τους προβοκάτορες που χρειάζεται για να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιό του για κατάληψη της εξουσίας. Η συμμορία του θα παρεισφρήσει ανάμεσα στους πεινασμένους, στους άνεργους και στους ακυρωμένους μετανάστες οι οποίοι διαδηλώνουν ενάντια στα μέτρα που μαγείρεψαν με θέληση και τύχη ο επιχειρηματίας και ο πρόεδρος, για να διασφαλίσουν την εξουσία τους. «Αυτό είναι το μεγάλο ψέμα του Μεξικού», σχολιάζει ο Φουέντες κλείνοντάς μας το μάτι. «Ληστεύω, σκοτώνω, φυλακίζω, συσσωρεύω μια περιουσία και το κάνω στο όνομα της χώρας μου. Το όφελός μου είναι όφελος του έθνους και ως εκ τούτου το έθνος πρέπει να με ευγνωμονεί γι’ αυτήν τη λεηλασία…».