Η στάση της Αγγλίας στο ζήτημα της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης υπήρξε ένα βήμα κρίσιμο στην πορεία προς την έξοδό της από την ΕΕ. Εχουν προηγηθεί πολλές βρετανικές παρεμβάσεις για την επίτευξη του στρατηγικού της στόχου για μια Ευρώπη ελεύθερου εμπορίου. Και μόνο. Η εκχώρηση μέρους της εθνικής κυριαρχίας της, προαπαιτούμενο για τη συμμετοχή στο ευρωπαϊκό σχέδιο, ήταν πάντοτε ένα αγκάθι για την παρουσία της στα ευρωπαϊκά όργανα. Στο ευρωπαϊκό σχέδιο η χώρα αυτή εισήλθε με ξεκάθαρο στόχο. Την παρεμπόδιση της οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης. Ωστόσο, με αφορμή το ευρώ και σε συνέχεια την κρίση, άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Η ευρωπαϊκή οικονομική και αργότερα πολιτική ενοποίηση είναι μονόδρομος. Η Αγγλία με το 30% του ΑΕΠ και 1.000.000 θέσεις εργασίας, προερχόμενα από τη χρηματοοικονομική βιομηχανία, δεν μπορεί να δεχθεί μία σειρά από μέτρα που έχει προτείνει και επεξεργάζεται η Ευρώπη προκειμένου να τιθασεύσει τις αρρύθμιστες αγορές, τα ελλείμματα των κρατών και τελικά την κατάρρευση του συστήματος. Ετσι, η μεγάλη χώρα οδηγείται στη μεγάλη έξοδο.

Μια τέτοια εξέλιξη δεν είναι θετική ούτε για την Ευρώπη ούτε για την Αγγλία. Η Ευρώπη θα χάσει έναν χώρο ζωτικό και από πολιτική και από αμυντική άποψη. Και η Αγγλία θα αποξενωθεί από μια τεράστια αγορά και η σημασία της στη διεθνή σκηνή θα υποβαθμιστεί. Ωστόσο, είναι αδύνατον να αναστραφούν οι εξελίξεις ενοποίησης και το βέτο της κραταιάς ξεχείλισε το ποτήρι.

Από την άλλη, στον Νότο της ευρωπαϊκής κρίσης, η Ελλάδα αποτελεί ένα παράδειγμα του πόσο επικίνδυνο είναι να μη λαμβάνονται υπόψη η κατάσταση της πραγματικής οικονομίας και, εντέλει, η κατάσταση της ίδιας της χώρας κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την ένταξή της στην ευρωζώνη. Γιατί η οικονομία δεν συγχωρεί. Και εκδικείται. Η ένταξη της χώρας μας υπήρξε μια πολιτικά βολονταριστική απόφαση; Οχι. Οι ενταξιακές προϋποθέσεις ήταν εντάξει. Τα κριτήρια του Μάαστριχτ σχεδόν επληρούντο. Η ελληνική οικονομία όμως ήταν άρρωστη. Κατεστραμμένο κράτος, μηδενικές παραγωγικές επενδύσεις, χαμηλό επίπεδο διαχειριστικών ικανοτήτων του πολιτικού προσωπικού και όχι μόνο, ήταν πραγματικότητες που δεν εκτιμήθηκαν σωστά. Και η ηθελημένη ή μη παρανόηση, που ονόμασε ανάπτυξη τη μεγέθυνση της οικονομίας με δανεικά. Με αποτέλεσμα τη στιγμή της κρίσης απεκαλύφθη ότι η χώρα είναι συστημικός κίνδυνος για την ευρωζώνη. Και οδηγούν όλο και περισσότερους να φαντάζονται μια Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα.

Αυτή η επικίνδυνη εξέλιξη για τη χώρα μας, αλλά και για το ευρωπαϊκό όραμα, έχει προχωρήσει. Ευτυχώς, όχι ακόμη σε επίπεδο εξουσίας. Οι λόγοι είναι πολλοί. Ενας από αυτούς είναι η δυσπιστία των εταίρων μας για τη βούληση και τη δυνατότητά της να τηρήσει τις υποχρεώσεις της απέναντι στη διεθνή κοινότητα. Και αυτό εκφράζεται στην έλλειψη εμπιστοσύνης στην πολιτική ηγεσία. Η στάση του Γ. Παπανδρέου, που είχε στην αρχή μια μοναδική πολιτική αποδοχή, μετά τις δημοτικές εκλογές με την αδράνεια της κυβέρνησής του και πρόσφατα με το δημοψήφισμα, αλλά και η εξ αρχής αντιμνημονιακή τοποθέτηση του κ. Σαμαρά έχουν στερήσει από τη χώρα το απαραίτητο κεφάλαιο αξιοπιστίας στους βασικούς πολιτικούς παίκτες. Τα ίδια και χειρότερα συμβαίνουν με τις αριστερές παρατάξεις. Και αυτό είναι το βασικό πρόβλημα σήμερα, για να συνεχιστεί η απαραίτητη υποστήριξη της διεθνούς κοινότητας. Συνεπώς, και εφόσον δεν βρίσκεται μια σταθερή και μακροχρόνια λύση στο πολιτικό μας πρόβλημα, η ημέρα που η μικρή χώρα μας θα κάνει το μεγάλο, απονενοημένο βήμα πλησιάζει.

Βλέπετε, έχουμε και το παράδειγμα της Ιταλίας, που με την απομάκρυνση του Μπερλουσκόνι, ούτε στιγμή δεν σκέφτηκε τις εκλογές. Ούτε στιγμή δεν είχε ψευδαισθήσεις ότι η κρίση μπορεί να αντιμετωπιστεί από μία παράταξη. Και έτσι, αν η Ιταλία ξεπεράσει τον σκόπελο του αναγκαίου δανεισμού της το επόμενο δίμηνο, η κατάσταση θα ισορροπήσει. Αυτή είναι και η πρόβλεψη και του κ. Σόιμπλε για την Ισπανία, την Ιταλία, την Πορτογαλία κ.λπ., που αγωνίζονται με μονοκομματικές ή μη κυβερνήσεις αλλά με γνήσια εθνική ενότητα. Και σταθερή, χωρίς ναι μεν αλλά, αποφασιστικότητα.

Θέλω να ελπίζω ότι τόσο το βρετανικό όσο και το ελληνικό πολιτικό σύστημα θα αντιδράσουν έγκαιρα στο αυτοκαταστροφικό τους παιχνίδι. Και έτσι θα επιτρέψουν στην Ιστορία να περιλάβει και τις δύο χώρες, αναπόσπαστο κομμάτι της Ευρώπης, στο μεγάλο πολιτιστικό, οικονομικό και πολιτικό εγχείρημα. Εγχείρημα που θα προχωρήσει και χωρίς Βρετανούς, ακόμη και χωρίς Ελληνες. Γιατί είναι και η μοναδική οδός που μπορεί να δώσει την απαραίτητη ισχύ για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις του αιώνα: η δημογραφική ανατροπή, η κλιματική αλλαγή, η εντεινόμενη οικονομική ανισότητα και η παράλυση των πολιτικών στα προβλήματα που προκαλούν οι οικονομικές κρίσεις. Προκλήσεις που κατά τον Κένεθ Ρόγκοφ μπορούν να καταστρέψουν το σύστημα και μαζί με αυτό όλους μας. Και κυρίως τους πλέον αδύναμους. Αν λοιπόν όλα αυτά μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με την ευρωπαϊκή ενότητα, η εθνική ενότητα κάθε χώρας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη συνέχιση της συμμετοχής της στη μεγάλη και επώδυνη προσπάθεια.