Οι συγκλονιστικές δηλώσεις του πρώην πρωθυπουργού της Τουρκίας Μεσούτ Γιλμάζ περί προσχεδιασμένου εμπρησμού ελληνικών δασών από τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες άνοιξαν το κουτί μιας σκοτεινής υπόθεσης δολιοφθοράς, δηλαδή μιας εχθρικής ενέργειας κατά της χώρας μας. Και βέβαια ούτε οι λόγοι εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης στην Τουρκία που ενδεχομένως να προκάλεσαν αυτές τις δηλώσεις ούτε η εκ των υστέρων προσπάθεια ανασκευής τους από τον κ. Γιλμάζ μπορούν να μειώσουν την ιδιαίτερη σοβαρότητά τους.

Η Ελλάδα δεν έχει άλλη επιλογή από το να απαιτήσει πλήρη ενημέρωση και διαλεύκανση της σκοτεινής αυτής υπόθεσης. Ανεξάρτητα από το εάν οι ενέργειες αυτές θα επιφέρουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα – πράγμα πολύ αμφίβολο, εάν κρίνει κανείς από το δείγμα γραφής που διαχρονικά δίνει σε τέτοιου είδους υποθέσεις το τουρκικό κράτος -, η σημειολογία της ελληνικής αντίδρασης έχει τη δική της ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα.

Ορθώς το υπουργείο Εξωτερικών ζήτησε διευκρινήσεις και προχώρησε στα απαραίτητα διπλωματικά διαβήματα στην Αθήνα και την Αγκυρα. Ορθώς επίσης κινήθηκε η ελληνική Δικαιοσύνη με την επείγουσα παραγγελία του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ι. Τέντε να επανεξεταστούν οι δικογραφίες για τους εμπρησμούς διετίας 1995-1997.

Επιπλέον, τη σοβαρότητα του θέματος και την έντονη ενόχληση της Ελλάδας θα υπογραμμίσει η σχετική ενημέρωση των αρμόδιων ευρωπαϊκών οργάνων, των σημαντικών εταίρων και συμμάχων καθώς και των άλλων μόνιμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Από πλευράς Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ως αντιπρόεδρος της Μεικτής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ευρωπαϊκής Ενωσης – Τουρκίας, θα θέσω το ζήτημα αυτό στην προσεχή συνάντηση με εκπροσώπους της Μεγάλης Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης στην Κωνσταντινούπολη.

Αυτά αφορούν την αντιμετώπιση εκ μέρους της χώρας μας των δηλώσεων Γιλμάζ και της συγκεκριμένης υπόθεσης που ανακίνησαν. Το σοβαρότερο όμως θέμα που δημιουργεί το περιεχόμενο των δηλώσεων Γιλμάζ είναι ότι επέρχεται ένα ακόμα σοβαρό πλήγμα στην προσπάθεια οικοδόμησης ατμόσφαιρας εμπιστοσύνης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Ακόμα και το υποθετικό ενδεχόμενο ότι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες μπορεί να σχεδίαζαν εμπρησμούς στα ελληνικά νησιά δεν μπορεί παρά να διευρύνει το ούτως ή άλλως δυσκολογεφύρωτο χάσμα εμπιστοσύνης της ελληνικής κοινής γνώμης προς την τουρκική πολιτική έναντι της χώρας μας. Εάν μάλιστα αναλογιστεί κανείς ότι οι δηλώσεις αυτές προστίθενται στα παρανοϊκά σχέδια του δικτύου Εργκένεκον περί ηθελημένης πρόκλησης θερμού ελληνοτουρκικού επεισοδίου, στη συνεχιζόμενη πολιτική των παραβάσεων, παραβιάσεων, υπερπτήσεων και δήθεν αβλαβών διελεύσεων τουρκικού στόλου στο Αιγαίο, έχουμε ανάγλυφα μπροστά μας βασικούς λόγους για τους οποίους υπάρχουν και συντηρούνται αισθήματα καχυποψίας προς την Τουρκία. Αισθήματα τα οποία με τη σειρά τους αναπαράγουν τα πολλές φορές υπερβολικά αντιτουρκικά σύνδρομα και στερεότυπα.

Μέσα σε αυτό το κλίμα είναι πολύ δύσκολο να προχωρήσουν με σοβαρή προοπτική επιτυχίας οι κατά καιρούς προσπάθειες πλήρους εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να εγκαταλειφθούν αυτές οι προσπάθειες. Υπογραμμίζει όμως τη δυσχέρεια του εγχειρήματος.

Η Τουρκία μπορεί να βελτιώσει αυτή την κατάσταση. Οι δηλώσεις Γιλμάζ δίνουν στον Ταγίπ Ερντογάν μια ευκαιρία και δυνατότητα να προβεί σε ενέργειες που θα μπορούσαν να δώσουν κάποια αξιοπιστία στις επαναλαμβανόμενες διακηρύξεις του περί «σταθερής τουρκικής βούλησης» για κλίμα φιλίας, συνεργασίας και κατανόησης με την Ελλάδα. Τέτοιες κινήσεις θα ήταν, για παράδειγμα, η σύσταση κοινοβουλευτικής επιτροπής της Μεγάλης Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης για τη διερεύνηση των δηλώσεων Γιλμάζ ή / και η αυτεπάγγελτη κινητοποίηση της τουρκικής Δικαιοσύνης για τον ίδιο σκοπό.

Τέτοιες γενναίες ενέργειες θα μπορούσαν να επουλώσουν κάπως το νέο τραύμα εμπιστοσύνης που προκλήθηκε από τα όσα αποκάλυψε ο πρώην τούρκος Πρωθυπουργός. Εάν όμως και πάλι τίποτα ουσιαστικό δεν συμβεί, το κλίμα δυσπιστίας και καχυποψίας θα συντηρείται, διαβρώνοντας την προοπτική της επιθυμητής ελληνοτουρκικής προσέγγισης.

Ο Γιώργος Κουμουτσάκος είναι ευρωβουλευτής της ΝΔ και αντιπρόεδρος της Μεικτής Κοινοβουλευτικής Αντιπροσωπείας ΕΕ – Τουρκίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου