Τα πρόσφατα γεγονότα στις παρελάσεις απέδειξαν ότι η χώρα και η κοινωνία βρίσκονται σε οριακό σημείο, μπροστά στον κίνδυνο γενίκευσης των φαινομένων βίας και διχασμού.

Σαφώς υπάρχουν οργανωμένες μειοψηφίες (από συνιστώσες της Αριστεράς αλλά και την άκρα Δεξιά) που «βάζουν το φιτίλι». Αλλά υπάρχουν και μεγάλα τμήματα την κοινωνίας που ανέχονται, ή ακόμα και συμφωνούν με τη διακοπή των παρελάσεων, τους προπηλακισμούς, τις ύβρεις.

Το γιατί είναι γνωστό. Η κρίση και τα μέτρα που πήραμε μας κάνουν φτωχότερους. Ο πολίτης αισθάνεται όσα θεωρούσε ως δεδομένα στη ζωή του να αμφισβητούνται, τον πνίγουν η οργή και η αγανάκτηση. Οι τυφλές όμως κοινωνικές συγκρούσεις εντείνουν τα αδιέξοδα και – αν σκεφτούμε ιστορικά παραδείγματα – οδηγούν μόνο σε αντιδημοκρατικές και ολοκληρωτικές εξελίξεις. Και δυστυχώς σε αυτά συμβάλλουν τόσο όσοι επενδύουν στην επιστροφή της δραχμής και οι απατεώνες που τους στηρίζουν για να κερδοσκοπήσουν, όσο και δυστυχώς απερίσκεπτα, μερίδα των ΜΜΕ που λαϊκίζει ασύστολα καθώς και εκείνες οι πολιτικές δυνάμεις που ψηφοθηρούν καλώντας τον λαό σε «μάχη κατά της υποτέλειας και της εξάρτησης».

Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την κατάσταση, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Τίθεται το ερώτημα αν κάτι μπορεί να γίνει μέσα από ένα πολιτικό σύστημα που ευθύνεται για την κρίση, με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ να υφίσταται τη φθορά της διαχείρισης και τη ΝΔ να λαϊκίζει, προσδοκώντας να κυβερνήσει έστω και επί των ερειπίων.

Αλλά όσο η χώρα ισορροπεί σε τεντωμένο σχοινί, όσο οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν έχουν γίνει πράξη, δεν ευνοούνται ευρύτερες πολιτικές κινήσεις. Πρέπει όμως ο πολίτης να αισθανθεί ότι υπάρχει και γι’ αυτόν ελπίδα και προοπτική, ότι μπορεί να ξημερώσουν καλύτερες μέρες. Μόνο έτσι η οργή θα καταλαγιάσει, η κοινωνία θα ηρεμήσει και θα σκεφθεί για το δημιουργικό «νέο» που έχει ανάγκη. Και αυτό απαιτεί να συνεννοηθούμε όσοι πιστεύουμε ότι η χώρα μπορεί να πάει μπροστά και να επιβιώσει στην ασφάλεια της ζώνης του ευρώ, συγκροτώντας το μέτωπο ευθύνης που θα αντιμετωπίσει τον λαϊκισμό, θα δείξει τη θετική διέξοδο.

Να συνεννοηθούμε πολιτικοί από όλες τις πτέρυγες της Βουλής, υγιείς επιχειρήσεις, κοινωνικές δυνάμεις, φορείς, πρόσωπα και νέοι άνθρωποι που πιστεύουν ότι το αύριο της χώρας βρίσκεται στον δημιουργικό ανταγωνισμό, στην ποιότητα και την καινοτομία και όχι στη φούσκα του δανεισμού, τη διαπλοκή, το ρουσφέτι.

Η κυβέρνηση μπορεί με συγκεκριμένες πρωτοβουλίες να συμβάλει σε αυτό, ευνοώντας ταυτόχρονα την ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Και εφόσον επιλέγουμε στο ΠΑΣΟΚ να συνεχίσουμε – όσο αντέχουμε – τη διακυβέρνηση του τόπου αυτές τις κρίσιμες ώρες, πρέπει να ανταποκριθούμε σε τρεις ανάγκες:

Πρώτον, να αποδείξουμε ότι μπορούμε να εφαρμόσουμε τις δεσμεύσεις μας και όχι να καταφεύγουμε σε επώδυνα εισπρακτικά μέτρα που εξοργίζουν.

Δεύτερον, να δημιουργήσουμε αίσθημα δικαιοσύνης, αντιμετωπίζοντας τις συντεχνίες του πλούτου που φοροδιαφεύγουν και αυθαιρετούν.

Τρίτον, να προχωρήσουμε στις αλλαγές, αλλά με διάλογο και κατανόηση, χωρίς να «κουνάμε το δάχτυλο» στις κοινωνικές ομάδες.

Ο Χρήστος Πρωτόπαπας είναι βουλευτής του ΠΑΣΟΚ στη Β’ Περιφέρεια Αθηνών