Η «Δεσποινίς Ζιλί» του Στρίντμπεργκ έχει στη θεατρική πράξη και θεωρία συνδεθεί με τον διάσημο πρόλογο του μεγάλου σουηδού δραματουργού που θεωρείται το μανιφέστο του θεατρικού νατουραλισμού. Είναι η εποχή που στην πεζογραφία θριαμβεύει η θεμελίωση του νατουραλισμού από τον Ζολά και στο θέατρο η γερμανική σκηνή υλοποιεί ό,τι εξέφρασε με μια φράση ο Οτο Μπραμ: «Να αποθεατροποιήσουμε το θέατρο». Είναι η εποχή που το αίτημα της τέχνης είναι τέχνη=φέτα ζωής.

Δεν είναι τυχαίο πως ο Στρίντμπεργκ στο Παρίσι όχι μόνο παρακολούθησε μαθήματα ψυχιατρικής αλλά και ο ίδιος έγινε πειραματόζωο εν αμφιθεάτρω σε επίδειξη υπνωτισμού από τον δάσκαλο του Φρόιντ, Σαρκό. Την ίδια εποχή διαδίδονται στο ευρύ επιστημονικό κοινό τα πειράματα του Μέντελ για την κληρονομικότητα. Και τουλάχιστον τα πορίσματά του ενέπνευσαν δύο αριστουργήματα δύο θανάσιμων ανταγωνιστών: τους «Βρικόλακες» του Ιψεν και τη «Δίδα Ζιλί» του Στρίντμπεργκ, αλλά και τον «Πατέρα» του. Στη «Δεσποινίδα Ζιλί» ο μεγάλος ανατόμος του θεάτρου, η μεγαλύτερη προσωπικότητα στη θεατρική ιστορία, κατά την ταπεινή μου γνώμη, στην Ευρώπη μετά τον Σαίξπηρ, αντιπαραθέτει το θήλυ απέναντι στο άρρεν όχι μόνο ως φύλα αλλά κυρίως ως κατασκευές και κοινωνικά πρότυπα, δημιουργήματα ιδεολογικών, δογματικών και πολιτικών αγκυλώσεων χιλιάδων χρόνων. Από τη μία οι στρατηγικές της αράχνης των γυναικών και από την άλλη οι τακτικές του πολεμιστή δορυφορούντος άντρα. Από τη μία η εργάτις μέλισσα και από την άλλη ο κηφήνας που θα πέσει νεκρός στον πάτο της κυψέλης σαβανωμένος με κερί για να μη βρωμάει, φυσική μούμια, αφού όμως εκτελέσει τα καθήκοντα του γονιμοποιού επιβήτορα.

Ιδού το επιστημονικό υπόβαθρο του Στρίντμπεργκ και του νατουραλισμού. Ισως στο βάθος υποφώσκει και το αρχαίο στωικό δόγμα «ομολογουμένως τη φύσει ζην».

Το μονόπρακτο του Στρίντμπεργκ είναι μια αριστουργηματική πειραματική σπουδή. Αν πείραμα είναι η επανάληψη ενός φαινομένου σε συνθήκες βολικές για την παρατήρηση, ο Στρίντμπεργκ παρακολουθεί με ακρίβεια μικροβιολόγου την αράχνη και τον σκορπιό, την ώρα που συναντώνται. Και καταγράφει ελιγμούς, άμυνες, σχέδια επιθέσεων, παραπλανήσεις, κρυπτείες, αιφνιδιασμούς, ανατροπές ρόλων. Για να αποδείξει σκηνικά την ανειρήνευτη πάλη στη φύση, ό,τι ο Ηράκλειτος ονόμαζε «πόλεμο πάντων».

Δύο είναι τα σύμβολα που κυριαρχούν στο μονόπρακτο του σουηδού ποιητή του θεάτρου. Οι μπότες του πατέρα και αφέντη και το ξυράφι. Το ταμπού και το φετίχ όλων των εξουσιών. Το ένα υποτάσσει, το άλλο σκοτώνει. Το ένα είναι νόμος, το άλλο τιμωρία ή αυτοτιμωρία μπροστά στα αδιέξοδα.

Στο αυθεντικό κείμενο του Στρίντμπεργκ υπάρχει και άλλο συμβολικό υπόβαθρο: το δράμα εξελίσσεται τη νύχτα του μεσοκαλόκαιρου (όπως και στο «Ονειρο» του Σαίξπηρ – του οποίου είναι μεγαλοφυές σχόλιο!). Στον Βορρά αυτή η νύχτα είναι κατάλυση όλων των προτεσταντικών καθηκοντολογικών θεσμών και εποχών.

Ο καλός άγγλος συγγραφέας Μάρμπερ που το διασκεύασε το τοποθετεί τη νύχτα που το 1945 κέρδισε τις εκλογές στην Αγγλία το Εργατικό Κόμμα! Η μετατόπιση του άξονα δεν είναι μόνο λαϊκίστικη όσο και δραματουργικά αφελέστατη.

Η διασκευή του είναι απλώς πιστότερη από το πρωτότυπο αν και η Μίνα Αδαμάκη που το σκηνοθέτησε απάλυνε τη σεξουαλική του βία. Ο Μάρμπερ μάλιστα κάποια στιγμή «φοράει» τις μπότες του αφέντη στον υπηρέτη. Βεβήλωση ή οικειοποίηση του ταμπού; Δεν ξεκαθαρίζει.

Η μετάφραση και η σκηνοθεσία της Αδαμάκη είχαν και μέτρο και γνώση και ρυθμό και σωστή διδασκαλία ηθοποιών. Το περιβάλλον λιτό και τα κοστούμια της Πανάγου δραματουργικά ερμηνευτικά. Η Μαρία Σολωμού (Ζιλί) έχει έξοχη κίνηση και σωστό στρατηγικό σχέδιο για τον ρόλο και διέκρινα μια σπίθα στο μάτι της που έδειχνε πως εντέλει, αν και κατέληξε θύμα, ήταν ο θριαμβεύων θύτης.

Ο Μάξιμος Μουμούρης (Τζον) είχε οργανώσει τον ρόλο του πάνω στις τακτικές του κυνηγού που στήνει παγίδες και φερμάρει το θήραμα. Επεισε.

Η νεαρή Τζωρτζίνα Παλαιοθοδώρου (Χριστίνα) απέρριψε, ορθά, το παλιό ερμηνευτικό στερεότυπο, πως η μαγείρισσα είναι μια κουρασμένη μεσόκοπη μισότριβη γυναικούλα… Ο Τζον ξέρει να επιλέγει θηράματα.