Σε ένα μικρό διήγημα του Θανάση Βαλτινού ο ταξιτζής συμπονεί τον πτωχό πελάτη με το άρρωστο παιδάκι, που τον έχει μεταφέρει με ξέφρενη κούρσα από την Τρίπολη στο Παίδων της Αθήνας, και αντί για εξακόσιες δραχμές κόμιστρο κόβει από μόνος του τις εκατό και ζητεί από τον ταλαίπωρο πατέρα πεντακόσιες: «Του λέω, Είσαι ευχαριστημένος να μου δώσεις πεντακόσιες δραχμές; Βγάζει ένα πεντακοσιάρικο, εκείνο είχε όλο κι όλο. Τι είναι, του λέω, τον είδα που δίσταζε. Μου αφήνεις, λέει, πενήντα δραχμές να πάρω τσιγάρα; Ντρεπότανε. Και για ναύλα, να πάω εδώ στο Αιγάλεω, σ’ έναν συγγενή μου; Του λέω, Δώσ’ μου τέσσερα κατοστάρικα. Τι να του πω που ήταν με μισό παπούτσι.»

Προσέχουμε ότι ο ταξιτζής έκαμε ό,τι το φιλάνθρωπα δυνατόν χωρίς όμως και να εξωκείλει από την επαγγελματική του υπόσταση: από τις εξακόσιες δραχμές και με ενδιάμεση έκπτωση στο πεντακοσάρικο, σκόνταρε τελικά στις τετρακόσιες με το κέρδος του ελαχιστοποιημένο. Και ταξιτζής και άνθρωπος, θα λέγαμε – προπαντός πειστικός ως λογοτεχνικός ήρωας. Ενώ τα εξωφρενικά κόμιστρα που είχαν υφαρπαγεί από τις πρώτες φουρνιές των αλβανών προσφύγων και λαθρομεταναστών αποτελούν θέμα που θέλει διαφορετικούς ήρωες. Αυτά εν είδει προλειαντικής εισαγωγής για το επίκαιρο ζήτημα της συντεχνιακής εξέγερσης των ταξιτζήδων.

Το ταξί είναι κινητός τόπος κοινωνικού προβληματισμού και ιδεολογικής ζύμωσης, κάτι σαν παραδοσιακό νεοελληνικό καφενείο συντομευμένο και τροχήλατο. Κατά κανόνα ο ταξίστας (όπως αποκαλούνταν οι ταξιτζήδες έως και τη δεκαετία του Πενήντα περίπου, εκ του ιταλικού taxista πιθανώς) σχολιάζει την επικαιρότητα παίρνοντας αφορμή από μια φράση του επιβάτη – όπου και ένα κρυφοστέναχτο, εγγαστρίμυθο σχεδόν «Ουφ!» αρκεί για να αναλυθεί το μποτιλιάρισμα, η αναλγησία των εξωτερικών ιατρείων ή το άξενο των δημοσίων υπηρεσιών, καθώς και να εκφωνηθούν οι άρπα-κόλλα λύσεις όλων των προβλημάτων, όλων των υπουργείων• το ταξί είναι αρχετυπικός διαδικτυωμένος τόπος, μη ψηφιακός. Και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου ο οδηγός του αγοραίου επιτελεί μαζί με το αγώγι και αποστολή κοινωνικού λειτουργού, όταν αντιληφθεί το ψυχολογικό είτε σωματικό πρόβλημα του πελάτη: οι ταξιτζήδες έχουν ψυχή. Το κακό είναι πως μόνο ψυχή έχουν, ενώ η πολιτική αγωγή τούς λείπει: ακούνε τόσο μόνον όσο θα τους χρειαστεί για να πάρουν τον λόγο και να ξεφωνήσουν τις ετοιματζήδικες απόψεις τους• τον διάλογο τον εννοούν ως ανταλλαγή πεπυρακτωμένων λογυδρίων στην οποία νικά όποιος έχει το εντυπωσιακότερο σπρεχάρισμα, την πιο βροντώδη φωνή και εγγράφει στον αέρα τις αδρότερες χειρονομίες.

Η πελατεία των ταξί είναι διαταξική και κατανέμεται περίπου ως εξής: (α) η εργατιά και η αγροτιά μισθώνει μόνον σε έκτακτες περιπτώσεις (γάμοι, νοσοκομεία κ.τ.ό.), (β) οι μικροαστοί ναυλώνουν συχνά, τα τέκνα των ιδιαίτερα (εδώ υπερτερούν τα νυκτερινά αγώγια), (γ) η μεσοαστική τάξη έχει την πλέον οργανική σχέση με τα ταξί (τεθλιμμένες τραπεζιτών, στρατηγών και διευθυντών έχουν τον προσωπικό ταξιτζή τους, όταν δεν διαθέτουν ίδιον γιωταχί με οδηγό), (δ) οι τουρίστες, (ε) οι υπερήλικοι και ανήμποροι και (στ) οι βιαστικοί καθώς και οι ποικίλοι αταξινόμητοι.

Την προσωπικότητα του ταξιτζή τη συγκροτεί η συρροή ετερόκλητων πληροφοριών που προέρχονται από τους πελάτες και από τους συναδέλφους (οι τελευταίοι ενημερώνουν διά της μοτορόλας ή εκ του συστάδην, στην πιάτσα ή μέσω του τηλεφωνικού κέντρου ή στα φανάρια). Πολιτικά, οι εν λόγω προσωπικότητες είναι συντηρητικές με εξώφθαλμα ριζώματα ακροδεξιού αντικοινοβουλευτισμού, γι’ αυτό και δεν τους είναι δύσκολο να απειλούν π.χ. πως «θα χορέψουν τον χορό του Ζαλόγγου μαζί με την κυβέρνηση» (πρόεδρος Θύμιος): η ισχυρή συντεχνία θέλει να επιβάλει τη βούλησή της επί της κυβέρνησης και επί της κοινωνίας. Και ήδη έχει επιβάλει στην πράξη διάφορα όπως: (α) την κατάργηση της ευπρεπούς ενδυμασίας (για στολή και γραβάτα ούτε λόγος), (β) το πολλαπλό αγώγι με κόμιστρα και υποκόμιστρα ταχυδακτυλουργικώς υπολογισμένα, (γ) το άνοιγμα του πορτ μπαγκάζ και την παραλαβή των αποσκευών σελφ σέρβις από τον πελάτη, (δ) την ιδιωτική ραδιοφωνία με τις φλυαρίες και τα καψουροτράγουδα πρωί πρωί ή μες στην ντάλα του μεσημεριού, (ε) το βασανιστήριο της συναδελφικής περιττολογίας στη μοτορόλα, (στ) τον ενικό αριθμό της αναίτιας οικειότητας προς τον πελάτη, (ζ) τον νεοελληνικό λαϊκισμό για όλα και σε έξαρση.

Η συντεχνία των ταξιστών είναι κλειστό επάγγελμα που έχει αναχρονιστικά, φεουδαλικά γνωρίσματα με πιο χαρακτηριστικό το προνόμιο της επαγγελματικής άδειας, η οποία είναι μεταβιβάσιμη ή ανέλεγκτα πωλήσιμη ή και προικώα.

Τα ανωτέρω οδηγούν μεταξύ των άλλων και στην εύλογη πιθανολόγηση ότι αν μεταφερόταν στην τρέχουσα συγκυρία ο κύριος αφηγητής του μονοσέλιδου πλην εξαιρετικού διηγήματος «Μου αφήνεις 50 δρχ. για τσιγάρα;» του Βαλτινού, αυτός δεν θα ήταν σήμερα τελειόφοιτος της Δ’ Δημοτικού και ιδιοκτήτης γκρίζας κράισλερ, παρά δωδεκάωρος οδηγός μιας κίτρινης μερτσέντες, πτυχιούχος μαθηματικός με δύο παιδιά και τον φραπέ προσαρτημένον στο καντράν, μισθωτός και απαθλιωμένος.

Ο Μίμης Σουλιώτης είναι ποιητής και διδάσκει Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας

dsouliot@gmail.com