Είναι σαφές ότι τα ελληνικά πανεπιστήμια θα έπρεπε να αποκτήσουν έναν νέο καταστατικό νόμο, ο οποίος θα ερχόταν, αφενός να απαντήσει στις αδυναμίες του προηγούμενου και στα εκφυλιστικά φαινόμενα που επέτρεψε, και από την άλλη, θα δημιουργούσε τους όρους ώστε το πανεπιστήμιο να προσανατολιστεί σε μια εποχή γνώσης, η οποία όμως συνοδεύεται και από ισομεγέθη καινούργια προβλήματα, και αυτό δεν πρέπει να το παραβλέπουμε. Το σύγχρονο πανεπιστήμιο, σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο ακολουθεί ασθμαίνοντας την εκθετική επιτάχυνση της γνώσης, αλλά περιορίζονται οι ευκαιρίες απασχόλησης των αποφοίτων του, με αποτέλεσμα αυξανόμενη πίεση να περιοριστεί το μέγεθος και το κόστος του, πράγμα που με τη σειρά του πλήττει περισσότερο τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες και τη βασική έρευνα. Δημιουργείται δηλαδή μια νέα ιεραρχία πανεπιστημίων, νέες ιεραρχίες εντός πανεπιστημίων και νέες ιεραρχήσεις αξιών και προτεραιοτήτων. Αυτό συμβαίνει παντού, όχι μόνο στην Ελλάδα, ακολουθώντας τον τύπο αλλαγών που επιβάλλονται και στην υπόλοιπη κοινωνία.

Οι πρυτάνεις και οι πανεπιστημιακοί στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων και των μεταρρυθμιστών, έχασαν την ευκαιρία να προτείνουν ένα ριζοσπαστικό σχέδιο, το οποίο θα διόρθωνε τις αδυναμίες που όντως έχουν αναδειχθεί στα ελληνικά πανεπιστήμια, διασώζοντας τον πυρήνα της δημοκρατικής λειτουργίας και εμφυσώντας του νέα ζωή. Αλλά, ας μην τρέφουμε αυταπάτες, ούτε το νομοσχέδιο απαντά στις υπαρκτές αδυναμίες. Κανείς δεν τις λαμβάνει υπόψη του. Η κυβέρνηση έρχεται να επιβάλει ένα νέο μοντέλο διοίκησης και διαχείρισης των πανεπιστημίων, το οποίο παίρνει την ευθύνη από την ακαδημαϊκή κοινότητα και την αναθέτει σε μάνατζερ. Αυτό το ίδιο μοντέλο, μαζί με τις τριετείς σπουδές, τις ποσοτικές αξιολογήσεις, τις πιστοποιήσεις, τις λογοδοσίες και άλλα προς εντυπωσιασμό, πλην κενά περιεχομένου στοιχεία, επιβλήθηκαν σε όλη την Ευρώπη, επί δικαίους και αδίκους, ανεξαρτήτως δηλαδή των επιδόσεων και της κατάστασης των πανεπιστημίων. Πρόκειται για μια ιδεολογική επιβολή. Για μια αλλαγή πολιτικού παραδείγματος. Επιχειρήματα του τύπου «προσαρμοζόμαστε στα ευρωπαϊκά μοντέλα» δεν ισχύουν, γιατί και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες υπάρχει μεγάλη αντίσταση σε αυτό το καινοφανές και εκεί μοντέλο λειτουργίας και διοίκησης των πανεπιστημίων, και από τα εγκυρότερα επιστημονικά περιβάλλοντα.

Δυστυχώς πρόκειται για άλλη μια χαμένη ευκαιρία μεταρρύθμισης, γιατί το καινούργιο κουστουμάκι που πάει να φορεθεί στα πανεπιστήμια θα θέλει άλλα 10 χρόνια, τουλάχιστον, για να ρονταριστεί και να λειτουργήσει, αν δεν καταστρέψει ό,τι με κόπο χτίστηκε στα προηγούμενα χρόνια. Εκείνο που δεν πρέπει να χάσουμε από την οπτική μας είναι ο στόχος του νέου μοντέλου: περιορισμός των μεγεθών της εκπαίδευσης, λιγότεροι φοιτητές, επισφάλεια των διδασκόντων, περιορισμένος χρόνος εκπαίδευσης, ενίσχυση των ιεραρχιών και συγκεντρωτισμός. Θύμα η ακαδημαϊκή κουλτούρα, η λειτουργία του πανεπιστημίου ως κοινότητας εκπαιδευτών και εκπαιδευομένων. Θα ρωτήσει βέβαια κανείς, υπήρχε ακαδημαϊκή κουλτούρα και κοινότητα στην Ελλάδα; Μα, θα απαντούσα, γι’ αυτό λέμε ότι υπάρχουν μεταρρυθμίσεις και «μεταρρυθμίσεις». Υπάρχουν αλλαγές συντηρητικές, που βασίζονται στη δυσπιστία και στην καχυποψία, που επιβάλλουν την ετερονομία και την τιμωρία, και αλλαγές προοδευτικές που βασίζονται στην εμπιστοσύνη και θέλουν να ενισχύσουν την αυτονομία, τη συμμετοχή και τη δημιουργικότητα των ανθρώπων. Αλλά τώρα, είναι οι πρώτες που δυστυχώς προτείνονται.

Ο Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (www.antonisliakos.gr )