Τι είναι ο Βαρδάρης, ήθελα πολύ να ρωτήσω όταν πήγα να µείνω στη Θεσσαλονίκη πρωτοετής φοιτήτρια, αλλά ντρεπόµουν. Είχαν όλοι τόσο βαρύγδουπο ύφος που θα έπρεπε να το ξέρει κανείς αυτό από µόνος του, και δεν υπήρχε το Γκουγκλ τότε. Θα µου πείτε, δεν άνοιγες ένα λεξικό; Ετσι ήµασταν, δεν ανοίγαµε ούτε λεξικά. Για να µάθουµε τις ακατανόητες λέξεις χρειαζόταν ένα είδος θητείας και ο καθένας ό,τι αποκόµιζε. Ο δε Βαρδάρης, βόρειος άνεµος µε όνοµα ποταµού στα βουλγαρικά, ήταν ανεπιθύµητος πολλαπλώς, εθνικά, γλωσσικά, κλιµατικά και δεν συµµαζεύεται. Ωστόσο επιβίωσε, ποιητική αδεία. Χρόνια µετά, ο Παπάζογλου µε την παράξενη φωνή, φωνή που σαν τρυπάνι εισχωρούσε σε είδη µε νεκροφάνεια, το ρεµπέτικο ας πούµε, και ταυτόχρονα σε µυαλά µοντέ ρνα µε άφατες αµηχανίε ς,τον έφερε φρέσκο και αδίστακτο και τον άφησε να φυσήξει στα κεφάλια µας κατά βούληση.

Φύσηξε ο Βαρδάρης και καθάρισε. Κι ύστερα; Προς τι τόση αναστάτωση αφού έµελλε το λεωφορείο να την αρπάξει την ηρωίδα του τραγουδιού; Και να ήταν ένα τρένο, ένα πλοίο, ένα αεροπλάνο έστω, µα λεωφορείο; Τόσο ταπεινό, τόσο ανύπαρκτο πράγµα, τόσο αντιπαθητικό και απρόσωπο; ∆ηλαδή αυτό το όνειδος των µοντέρνων καιρών, το λεωφορείο, µπλε, θορυβώδες, σκονισµένο και γεµάτο κόσµο, δικαιούνταν να αρπάζει τις ωραίες, σαν σύννεφο, σαν άλογο, σαν θεός µε µορφή αετού κ.λπ., κ.λπ.; Και όλες οι ώρες που περιµέναµε να φανεί το περί ου ο λόγος λεωφορείο σε κάποια στάση, µέρα ή νύχτα, νέες ή λιγότερο νέες, κουρασµένοι ή ξεκούραστοι, ορεξάτες ή πτώµατα, όλες αυτές οι στιγµές που τα πόδια µας σκαρφάλωναν τα µεταλλικά σκαλιά του και τα χέρια µας κρεµόντουσαν από τις χειρολαβές που είχαν πιάσει χιλιάδες πριν από µας, όλα αυτά τέλος πάντων τα εξόχως πεζά και άξια λήθης, µπορούσαν να γίνουν αρπαγή κορασίδος σε τραγούδι; Κλέφτικα της πόλης; Ρεµπέτικα του βουνού; Τι στο καλό;

Εµαθα τον Βαρδάρη. Εµαθα επίσης πολλά ρεµπέτικα, από κάποια απόσταση πάντα. Η φωνή του Παπάζογλουµε είχε βρει απροετοίµαστη, ωστόσο, και οµολογώ ότι ακόµα µε εκπλήσσει.

http://pezotis.blogspot.com/