Θα φταίει που όλοι το έχουν ρίξει στις παλιές ιστορίες, στο 1821, τη γέννηση ενός έθνους και πώς τη µαθαίνουµε, επίσης τη γέννηση ενός κράτους και πώς τη βιώνουµε. Κι εµένα στοιχειώνει το µυαλό µου µια εικόνα του χτισίµατος της Αθήνας, όπως τη διάβασα πρόσφατα στο βιβλίο του Μπίρη, από την εποχή που µόλις είχε αποφασιστεί το σχέδιο της πόλης, είχε εγκριθεί κι είχε ξεκινήσει να υλοποιείται. Με τα σχέδια στο χέρι, οι δυο πολεοδόµοι, Κλεάνθης και Σάουµπερτ, πήγαν να χαράξουν την οδό Σταδίου και Πανεπιστηµίου εκεί που τότε υπήρχαν κτήµατα φρεσκοαγορασµένα από τους Τούρκους που έφευγαν, κοψοχρονιά δηλαδή,κι από τα οποία θα έπρεπε να κοπούν κάποια κοµµάτια για να περάσουν οι δρόµοι. Και τότε, όταν είδαν τους γερµανο σπουδαγµένους νέους µε τους χάρακες και τα άλλα όργανα σφαγής τετραγωνικών, οι ντόπιοι ανατρίχιασαν, κι ας ήταν ο Κλεάνθης µαχητής του Ιερού Λόχου στο ∆ραγατσάνι. Ξεχάστηκαν αυτά, το κτήµα ανήκε σε κάποιον οπλαρχηγό, που θα ερχόταν, λέει, µε τα παλικάρια του και θα έδινε ένα µάθηµα ελληνικής λεβεντιάς στους οραµατιστές των βουλεβάρτων και άλλων τέτοιων σχεδιασµών µε ανοιχτούς ορίζοντες. Σταµάτησαν οι εργασίες χάραξης δρόµων της πρωτεύουσας, έµειναν στον Πειραιά τα πλοία µε τις πέτρες και κανείς δεν τις ξεφόρτωνε, ούτε τις πλήρωνε, και τη συνέχεια την ξέρετε, το πήραν πίσω το σχέδιο κι έφτιαξαν ένα άλλο µε στενότερους δρόµους και χωρίς βουλεβάρτα, το οποίο πάλι στην εφαρµογή ξεσήκωσε δυσαρέσκειες και ταραχές, κι οι δρόµοι τελικά στένεψαν ακόµα περισσότερο.

Κι έτσι σήµερα έχουµε την Αθήνα να µηνέχει δρόµους φαρδείς και ανοιχτούς ορίζοντες ούτε στο κέντρο,πόσω µάλλον στις γειτονιές που χτίστηκαν αργότερα, βεβαίως χωρίς καν σχέδιο αυτές. Τα κτήµατα προ πολλού έχουν µεταβιβαστεί και τα λεφτά που παρήγαγαν έχουν φαγωθεί από κληρονόµους κληρονόµων, αλλά όλοι κληρονοµήσαµε αυτήν τη µίζερη πόλη και δεν ξέρουµε καν τι έφταιξε για την κακή µας µοίρα. Ε, καιρός να µάθουµε λοιπόν. Είναι ίσως καλή εποχή για παλιές ιστορίες.