Στο καινούργιο αφήγημα του Θανάση Χειμωνά, δύο νεαροί έλληνες φίλοι και μια όμορφη Γαλλίδα εμπλέκονται σε μια ερωτική ιστορία με τραγική κατάληξη.


Αν και στη σελίδα τίτλου του χαρακτηρίζεται μυθιστόρημα, το νέο αφήγημα του Θανάση Χειμωνά έχει μάλλον τον μικρό αριθμό σελίδων και το περιορισμένο χωροχρονικό πλαίσιο της ιστορίας μιας νουβέλας.

Ο τριαντάχρονος Γιάννης Πρίντεζης, που ζει μόνος στην Αθήνα χωρίς να εργάζεται, καθώς διαχειρίζεται μια μικρή περιουσία που κληρονόμησε από τους γονείς του, δέχεται ξαφνικά την επίσκεψη της συνομήλικής του Γαλλίδας Νικόλ Ντυράν. Ο Γιάννης είχε γνωρίζει και ερωτευτεί τη Νικόλ πριν από οκτώ χρόνια. Εκτοτε, αφού ύστερα από έναν χρόνο χώρισαν, είχε χάσει εντελώς τα ίχνη της. Ο Γιάννης, που φιλοξενεί τη Νικόλ στο σπίτι του, μαθαίνει ότι εκείνη δεν ήρθε στην Αθήνα για τον ίδιο, αλλά για να συναντήσει έναν γάλλο διπλωμάτη, τον Ζακ, με τον οποίο είχε σχέση και παραμένει ερωτευμένη μαζί του. Αφού η προσπάθειά της να επανασυνδεθεί με τον Ζακ ναυαγεί οριστικά, στη συνέχεια η Νικόλ γνωρίζει, σε μια επίσκεψη στην Επίδαυρο, τον Θοδωρή, στενό φίλο του Γιάννη. Η Νικόλ και ο Θοδωρής ερωτεύονται αμέσως· η γυναίκα εγκαταλείπει το σπίτι του Γιάννη και ακολουθεί τον νέο σύντροφό της στο νησί της καταγωγής του, όπου γνωρίζει την οικογένειά του. Η Νικόλ και ο Θοδωρής αποφασίζουν να παντρευτούν. Καθώς η Νικόλ επιστρέφει μόνη της με πλοίο από το νησί στην Αθήνα, συναντά τον Γιάννη που την παρακολουθούσε κρυφά και παραμένει αθεράπευτα ερωτευμένος μαζί της. Αυτός της ζητά να επιστρέψει κοντά του και σε μια στιγμή παραφοράς την ρίχνει από το κατάστρωμα του πλοίου στη θάλασσα.

Λίγες ημέρες αργότερα, οι δύο φίλοι και κρυφοί αντίζηλοι, ο Γιάννης και ο Θοδωρής, συναντιούνται σαν να μην είχε συμβεί τίποτε και επισκέπτονται ένα στριπτιζάδικο. Ο Θοδωρής πιστεύει ότι η Νικόλ τον εγκατάλειψε, καθώς και ο Γιάννης του λέει ότι μάλλον έφυγε για τη Γαλλία. Το επόμενο πρωί ο Γιάννης, μη αντέχοντας τις τύψεις για τον φόνο, αυτοκτονεί με το περίστροφο που κληρονόμησε από τον πατέρα του.

Στο Δεν την αγαπάω πια αναπτύσσεται μια σύγχρονη ιστορία σχέσεων με δραματική κορύφωση (τον φόνο εν βρασμώ ψυχής) και έκβαση (την αυτοκτονία του κεντρικού ήρωα). Κινητήριος μοχλός της μια μοιραία γυναίκα που, με την αφοπλιστική ομορφιά, τον χαοτικό ψυχισμό και την ακαταλόγιστη συμπεριφορά της γίνεται η ρίζα του κακού που παρασύρει και την ίδια. Από αυτήν την άποψη, δεν είναι τυχαίο ότι τα τρία πρόσωπα αυτού του σύγχρονου δράματος, ο Γιάννης, ο Θοδωρής και η Νικόλ, παρακολουθούν στο θέατρο της Επιδαύρου παράσταση της Μήδειας του Ευριπίδη, στη μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά, από την οποία η Νικόλ δεν καταλαβαίνει τίποτα. Αλλά ο δραματικός χαρακτήρας της ιστορίας αποφορτίζεται χάρη στη γοργή εκτύλιξη της πλοκής, εστιασμένης κατά βάση σε καθημερινά περιστατικά, και στον αποδραματοποιημένο λόγο, με πολύ συχνή χρήση του «κινηματογραφικού» διαλόγου των προσώπων.