ΤΟ ΕΡΓΟ. Ετος έβδομο του Πελοποννησιακού Πολέμου. Ο Δικαιόπολις, αγρότης στο επάγγελμα, απαυδισμένος από τον πόλεμο και τον αναγκαστικό, λόγω των εχθρικών επιδρομών, εγκλεισμό του εντός των τειχών της πόλης παίρνει την πρωτοβουλία και συνάπτει με την Σπάρτη ειρήνη ατομική. Οι Αχαρνείς- ο Χορός -, αγρότες κι αυτοί που έχουν πληγεί από τους Σπαρτιάτες, εξαγριώνονται εναντίον του. Ο Δικαιόπολις κάποιους πείθει, κάποιους όχι. Οπότε οι Αχαρνείς καλούν για στήριξη τον στρατηγό Λάμαχο.

Ο Αγώνας ανάμεσα στον Δικαιόπολι και τον στρατηγό, που αραδιάζουν ο καθένας τους τα αγαθά της ειρήνης και του πολέμου αντίστοιχα, καταλήγει στην ήττα του δεύτερου και στη μεταστροφή ολόκληρου πλέον του Χορού υπέρ του Δικαιόπολι. Η κωμωδία τελειώνει με τον Δικαιόπολι και τους φίλους του να γλεντούν ενώ ο Λάμαχος τραυματισμένος σε μάχη με τον εχθρό βογκάει- σκηνή απολαυστική.

Ο Αριστοφάνης με την πρώτη από τις σωζόμενες κωμωδίες του, τους «Αχαρνής» (425 π. Χ.), καταθέτει το πρώτο του ποιητικό πόνημα υπέρ της ειρήνης.

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ. Ο σκηνοθέτης Σωτήρης Χατζάκης θέλησε να αντιστοιχίσει την κωμωδία του Αριστοφάνη με το δύσκολο ελληνικό σήμερα. Δεν μπορώ να ξέρω τι έχει κρατήσει από τη μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη διότι η σκηνοθεσία, για άλλη μια φορά, μοιάζει να εκτροχιάζεται από τις προσθήκες, οπότε πού να βρεις τι είναι του Αριστοφάνη, τι του μεταφραστή και τι του σκηνοθέτη ή των ηθοποιών…

Αλλά η παράσταση, πέραν των προσθηκών, εκτροχιάζεται από κάθε άποψη. Ο σκηνοθέτης μοιάζει να έχει μαζέψει υλικό ευρημάτων που το έριξε όλο ακατέργαστο, χωρίς κρησάρα, στην παράσταση, όπως έριξε και ό,τι συνάντησε στο δρόμο του ή θυμήθηκε στη διάρκεια των δοκιμών: από το κάρο της Μάνας Κουράγιο μέχρι τον Ευριπίδη- Μαρινέλλα, από τον Μεγαρίτη που επειδή είναι ο Κώστας Βουτσάς τις δύο κόρες του τις φωνάζει Κάτινα και Σαλαμάκι… μέχρι Σπανιόλες χορεύτριες και ξεφωνημένες τραβεστί. Με τον τρόπο αυτό χάνει κάθε μέτρο και όριο και τα «είσαι θεά» του Ψινάκη και τα «Σάκηηηη» συμπορεύονται με αναφορές στην Αλέκα Παπαρήγα ενώ οι ρυθμοί χωλαίνουν.

Ο λαϊκισμός και η απόλυτα κιτς αισθητική κάνουν το αποτέλεσμα ιδιαίτερα δύσπεπτο. Η Παράβαση, όπου συμφύρονται Κολοκοτρώνης και Καραϊσκάκης με Ελύτη και Καβάφη έως και με τον Γρηγόρη Λαμπράκη, κραυγαλέα δημαγωγική. Τουλάχιστον. Γκρεμίζει την αισθητική. Σαν να ξεφυλλίζεις εφημερίδα που πρωταγωνιστούσε στα περίπτερα για καμιά δεκαετία μετά την Μεταπολίτευση επίσης «γκρεμίζοντας»…

Κι αν ο Γιώργος Πάτσας περιορίζεται σ΄ ένα όχι πρωτότυπο αλλά διακριτικό και λειτουργικό σκηνικό που, φωτισμένο από την Ελευθερία Ντεκώ, φαίνεται παράταιρο με το σύνολο, η Ερση Δρίνη με τα κοστούμια της εναρμονίζεται απολύτως: ντύνει και στέφει όλο αυτό το κιτς με τερατώδη επιμέλεια. Οπου ο Λάμαχος θυμίζει οπερέτα- «Σοκολατένιο στρατιώτη» του Οσκαρ Στράους- και το φινάλε άθλια επιθεώρηση της παρακμής του είδους. Ο Σταμάτης Κραουνάκης με τις μουσικές του δεν προσθέτει κάτι καινούργιο στην σπουδαία ιστορία του ενώ ο Φωκάς Ευαγγελινός με τις χορογραφίες του εγκλιματίζεται στο ανθυγιεινό περιβάλλον…

info

Η παράσταση του ΚΘΒΕ θα παίζεται στη Θεσσαλονίκη (Βασιλικό Θέατρο, τηλ. 2310 288.000) μέχρι τις 3 Οκτωβρίου.

ΟΙΕΡΜΗΝΕΙΕΣ. Ο Σταμάτης Κραουνάκης ως Δικαιόπολις φέρει επί σκηνής την πληθωρική του προσωπικότητα που σαρώνει τα πάντα αλλά και τις αδυναμίες τεχνικής- φωνητικές κυρίως, μάλλον κραυγάζει παρά μιλάει- που θα είχε οποιοσδήποτε μη ηθοποιός αναλάμβανε ξαφνικά απόλυτο πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο Γρηγόρης Βαλτινός έχει το μέγεθος και το χιούμορ να παίξει έναν επηρμένο στρατοκράτη όπως ο Λάμαχος αλλά η σκηνοθεσία δεν τον ευνοεί πέραν ενός ορίου. Η παρουσία του Κώστα Βουτσά μετρημένη μέσα στο «άμετρο» σύνολο αλλά οι δυνάμεις του είναι μειωμένες πια. Βρήκα υπερβολικό τον ικανό Γιάννη Σιαμσιάρη. Οι υπόλοιποι- ανάμεσά στους αρκετοί ηθοποιοί με ικανότητες- αλέθονται στον μύλο του κιτς. Η Θεοδώρα Βουτσά έχει πολλές δυνατότητες αλλά χρειάζεται μέτρο.

Εν ολίγοις

Κάτι σαν μπουλούκι- με την κακή έννοια. Προς αποφυγήν, εκτός και αν το κιτς σάς ερεθίζει και χασκογελάτε.