Τα δύο έπη του Ομήρου καταγράφουν και κωδικοποιούν δύο διαφορετικούς κόσμους. Και οι κεντρικοί τους ήρωες, Αχιλλεύς και Οδυσσεύς, είναι τύποι τελείως ανόμοιοι μεταξύ τους. Εμείς είμαστε απόγονοι του δεύτερου
Δεν προτίθεμαι να μπω στην αδιέξοδη, εδώ και αιώνες, έριδα για τον Ομηρο και τα έργα του, αν είναι ένας, δύο ή πολλοί οι ποιητές της «Ιλιάδος» και της «Οδύσσειας». Μου αρκούν τα δύο αυτά καταγωγικά της παγκόσμιας λογοτεχνίας αριστουργήματα για να κάνω κάποιες, νομίζω, θεμελιώδεις παρατηρήσεις. Οι δύο κεντρικοί ήρωες των δύο επών, ο Αχιλλεύς και ο Οδυσσεύς, ήδη από τους δύο πρώτους στίχους ταξινομούνται. Ο πρώτος ανήκει στην ομάδα των «οργισμένων». Η μήνις του, ο θυμός του, ο σχεδόν μανικός, είναι ο πυρήνας των ενεργειών του. Ο δεύτερος ανήκει στην ομάδα των «πολύτροπων», των πολυμήχανων.

Ο Αχιλλέας, είναι ένας ακοινώνητος τύπος ανθρώπου, εγωτικός, περίκλειστος σαν σκαντζόχοιρος, ασυμβίβαστος, απόλυτος, εύθικτος, μονήρης, με έμμονες ιδέες και αποκλειστικές προτιμήσεις. Ενας χαρακτήρας κεντρομόλος. Η τελείως ασήμαντη αιτία για την οποία ήρθε σε ρήξη με την ηγεσία, ολόκληρο το στράτευμα, η απώλεια δηλαδή μιας αιχμάλωτης παλλακίδας, η άρνησή του να ακούσει ακόμη και τις νηφάλιες και λογικές συμβουλές γηραιότερων αλλά και του παιδαγωγού του, ζωγραφίζουν έναν ανθρώπινο τύπο που θα τολμούσε κανείς να τον προσγράψει στην αισθητική και τη χάραξη των γεωμετρικών αγγείων: αυστηρή φόρμα και λιτή διακόσμηση, αλλά εμφανέστατη αμετακίνητη χρηστική υπηρεσία.

Το πάθος για τον εταίρο Πάτροκλο, το απόλυτο πένθος για την απώλειά του, ο τρόπος της αποτρόπαιας συμπεριφοράς του προς τον νεκρό αντίπαλο Εκτορα αλλά και η μεταστροφή του, όταν αντικρύζει τον Πρίαμο που προσέρχεται ικέτης προς αναζήτηση του λειψάνου του παιδιού του, συγκροτούν έναν κόσμο πολωμένο γύρω από πεφυσιωμένα εγώ.

Ο Οδυσσέας ανήκει σ΄ άλλην εποχή και σε άλλα ηθικά προτάγματα. Διακυβεύει τα πάντα, αφήνεται στην τύχη, επινοεί διόδους διαφυγής, μεταμφιέζεται, προσαρμόζεται, ισορροπεί συχνά σε τεντωμένο σκοινί, υποκρίνεται, ψεύδεται, σοφίζεται. Χαμαιλέων, Πρωτεύς. Δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τον δόλο, την απάτη, τη ρητορική ευφράδεια και τον παραπειστικό λόγο με μια πάντα στόχευση, την Επιβίωση. Είναι ο άνθρωπος των ανοιχτών οριζόντων, των συναλλαγών, της ανοχής και της κατανόησης, των συμβιβασμών και της διπλωματίας.

Αχιλλέας και Οδυσσέας είναι δύο «ήρωες» που τους χωρίζει χάος ηθικών κωδίκων και γλωσσικών στερεοτύπων.

Αυτοί οι δύο τύποι ανθρώπου, τα διαφορετικής νοοτροπίας υποκείμενα συναντώνται σε ένα μεταγενέστερο έργο, στον «Αίαντα» του Σοφοκλή. Οι ειδικοί συμφωνούν πως η άμεση πηγή του Σοφοκλή είναι τα έπη. Ο Αίαντας της τραγωδίας αυτής είναι χυμένος στο καλούπι του ιλιαδικού προτύπου.

Ο Σοφοκλής, ιδιοφυής, χρησιμοποιεί τον επικό μύθο για να φέρει σε συγκρουσιακή κατάσταση τους δύο αντιστικτικούς ανθρώπινους κόσμους, άρα να στοχαστεί πάνω στην ιστορία και στο ιστορικό προτσές. Παρακολουθεί πίσω από τα τραγικά γεγονότα τη μετάβαση από τον ιλιαδικό στον οδυσσειακό άνθρωπο και την ηθική του.

Τι λέει ο μύθος που δανείζεται ο Σοφοκλής. Πως όταν σκοτώθηκε ο Αχιλλέας οι Ατρείδες, ως ηγέτες του στρατού που στρατοπεδεύει στην Τροία, προκηρύσσουν διαγωνισμό για να βραβεύσουν με τα όπλα του νεκρού ήρωα τον αντιπροσωπευτικότερο μεταξύ των Ελλήνων διάδοχο. Ο Αίας ως ψυχοδομή, ως σωματότυπος, ως περιπέτεια βίου, ως δράση περιγράφεται ως παράλληλος χαρακτήρας με τον νεκρό. Εγωτικός, πείσμων, οργίλος, εύθικτος, αλαζόνας, μονήρης, αφοσιωμένος στο έργο του.

Οι κριτές όμως Ατρείδες σκέφτονται διαφορετικά, βραβεύουν με τα όπλα του Αχιλλέα τον Οδυσσέα. Ο Αίαντας, χολωμένος, οργισμένος και τυφλωμένος για την αδικία που του έγινε, ξεκινάει να εξοντώσει τους κριτές Ατρείδες και τον μισητό εχθρό Οδυσσέα. Η προστάτισσα του τελευταίου Αθηνά τον βυθίζει σε ύπνο και τον αφυπνίζει μαινόμενο, τρελό και συγκεχυμένο. Τον οδηγεί, αντί στα αντίσκηνα των Ατρειδών, στο μαντρί με τα κοπάδια, όπου επιδίδεται σ΄ ένα ανελέητο μακελειό νομίζοντας ότι σφάζει τους εχθρούς του. Ο πλήρης για έναν ήρωα εξευτελισμός.

Ο Οδυσσέας ακολουθώντας τα αιματηρά του βήματα φτάνει στη σκηνή του, όπου η Αθηνά άλλη μια φορά γελοιοποιεί τον παραλοϊσμένο ήρωα. Τότε ο Οδυσσέας μεταστρέφεται μπροστά στη θέα της πτώσης και της γελοιοποίησης ενός συνανθρώπου και συνειδητοποιεί τη σχετικότητα των ανθρωπίνων βλέποντας πως κάθε άνθρωπος μπορεί να περιπέσει στη μοίρα του ανδρείκελου, της μαριονέτας.

Το ερώτημα είναι άλλο, πέρα από την τραγική ιστορία του Αίαντα, που μη αντέχοντας, όταν συνέρχεται, τον εξευτελισμό, οδηγείται στην αυτοχειρία. Το ερώτημα είναι με ποιο κριτήριο οι κριτές Ατρείδες οδηγήθηκαν στην κρίση τους αγνοώντας τον παλικαρά και ευνοώντας τον διπλωμάτη.

Διότι ο Σοφοκλής, σαν πρώτος, πριν από τους ιστορικούς, πριν από τον Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη, αναγνώστης πιθανόν του Ηράκλειτου και του Εμπεδοκλή, πρώτος φιλόσοφος της ιστορίας, αντιλήφθηκε πως η εποχή των ηρώων τελείωσε και οι Ατρείδες ψυχανεμίστηκαν τον κόσμο που έρχεται, την κοινωνία των προσαρμογών, των συμψηφισμών, της ανοχής, του δόλου, της απάτης, της διπλωματίας, της σοφιστικής, του οδυσσειακού ανθρώπου, του οποίου έως σήμερα είμαστε δισέγγονα.