Κορυφαίος υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωµάτων, αυτός ο 82χρονος Πελοποννήσιος µε τις ακλόνητες ηθικές αξίες του, την επινοητικότητα και τη µαχητικότητά του, υπήρξε ο αστέρας στις µεγαλύτερες πολιτικές δίκες κατά
του καθεστώτος του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική. Την ερχόµενη Παρασκευή θα τιµηθεί από τον Δήµο Αθηναίων για την προσφορά του και θα παρουσιάσει την αυτοβιογραφία του «Οδύσσεια προς την ελευθερία»
Οταν πρωτοσυναντήθηκαν µε τον Νέλσον Μαντέλα, το 1948 στο Πανεπιστήµιο Βιτς, δεν τους επιτρεπόταν να φάνε µαζί. Στον κατοπινό ηγέτη του Εθνικού Αφρικανικού Κογκρέσου (ΑΝC) και αργότερα νοµπελίστα Ειρήνης, δεν επιτρεπόταν καν να καθήσει στα παγκάκια του κήπου στο Γιοχάνεσµπουργκ… Οµως ο Τζορτζ Μπίζος, σε αυτόν τον άνθρωπο αφοσιώθηκε. Από τις αρχές του ’60 έγινε ο πιο πιστός δικηγόρος του ενάντια στο καθεστώς των φυλετικών διακρίσεων, και µετά το 1994, ο πιο σοφός σύµβουλός του για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωµάτων στη Νότια Αφρική – µια χώρα που την αγάπησε όσο τη γενέτειρά του, την Ελλάδα.

Μαντέλα και Γκόρντιµερ.

Στην περίφηµη δίκη της Ριβόνια – τη «δίκη του αιώνα» – που το 1964 έστειλε τον Μαντέλα για 27 χρόνια στη φυλακή µε την κατηγορία της ένοπλης δράσης και του σαµποτάζ, αυτός ο 35χρονος Ελληνας έπαιξε κεντρικό ρόλο στην πενταµελή υπερασπιστική οµάδα που τον γλίτωσε από την αγχόνη. Αυτόν κι άλλους δεκαέξι µαύρους αντιστασιακούς, οι οποίοι πάλευαν στην παρανοµία για µια Αφρική που να ανήκει σε όλους κι όχι µόνο στη λευκή µειονότητα. Ο Μπίζος ήταν που πήρε το κείµενο της απολογίας του και το παρέδωσε για «χτένισµα» στη συγγραφέα Ναντίν Γκόρντιµερ, η οποία του έδωσε λογοτεχνική πνοή. Ετσι, ο 46χρονος τότε Μαντέλα αφύπνισε την υφήλιο και η θρυλική τετράωρη απολογία του έγινε η ιδεολογική βάση τού αγώνα κατά του απαρτχάιντ. Αυτόν τον αγώνα ο Τζορτζ Μπίζος τον αγκάλιασε και υπερασπίστηκε µε πάθος τα θύµατα του ρατσισµού και της κοινωνικής αποµόνωσης. Σήµερα εκείνες οι φυλακές – κολαστήρια στο οχυρό που δεσπόζει στο Γιοχάνεσµπουργκ είναι πλέον τόπος µνήµης και έδρα του Ανώτατου Συνταγµατικού Δικαστηρίου, όπου ο Μπίζος έχει το ελεύθερο. Διότι µετά την πτώση του καθεστώτος του απαρτχάιντ το 1993, πρωτοστάτησε ως µέλος της Νοµικής Επιτροπής του ΑΝC στη διαµόρφωση του νέου δηµοκρατικού Συντάγµατος, στη συγγραφή της Διακήρυξης των Δικαιωµάτων, στην κατάργηση της θανατικής ποινής, στη µεταρρύθµιση της Δικαιοσύνης.

Από παιδί ο Μπίζος ήταν εξοικειωµένος µε το ρίσκο που συνεπάγεται η υπεράσπιση των κυνηγηµένων και των αδικηµένων. Γεννηµένος στο Βασιλίτσι κοντά στην Κορώνη, ήταν 13 ετών το 1941 όταν µπήκε µε τον πρώην κοινοτάρχη πατέρα του σε µια βάρκα για να σώσει από τους ναζί επτά Νεοζηλανδούς, µεταφέροντάς τους στην Κρήτη. Οµως η θαλασσοταραχή ήταν µεγάλη και έπειτα από τρεις ηµέρες τους περιµάζεψε ένα βρετανικό καταδροµικό που έπιασε στη Σητεία. Από εκεί πατέρας και γιος µεταφέρθηκαν στην Αλεξάνδρεια και κατέληξαν πρόσφυγες πολέµου στη Νοτιοαφρικανική Ενωση που τότε ανήκε ακόµα στη Βρετανική Κοινοπολιτεία. Ο πατέρας βρήκε δουλειά σε εργοστάσιο στην Πραιτώρια και ο γιος σε µαγαζί στο Γιοχάνεσµπουργκ. Καθώς όµως δεν µιλούσε ούτε αγγλικά ούτε αφρικάανς, για δυόµισι χρόνια δεν πήγε σχολείο, ώσπου η περίπτωσή του τράβηξε την προσοχή µιας εβραίας δασκάλας, η οποία άρχισε να του κάνει τζάµπα ιδιαίτερα µαθήµατα. Από εκεί και πέρα η πορεία του ήταν ανοδική και τον οδήγησε στο πανεπιστήµιο. Αλλά ο Τζορτζ δεν ξέχασε: συνέβαλε στην ίδρυση (το 1974) του ελληνικού σχολείου του Γιοχάνεσµπουργκ που ήταν ανοιχτό και στους µαύρους και σήµερα έχει περί τους 900 µαθητές.

Το βλέµµα του Μπίζου είναι γλυκό και η συµπεριφορά του απλή. Κατόρθωσε να διατηρήσει τη γλύκα του παρ’ ότι χρειάστηκε να κοντραριστεί µε ένα από τα πιο σκληρά καθεστώτα του 20ού αιώνα, όµως δεν είναι αφελής ούτε ροµαντικός. Είδε τα φυλετικά προβλήµατα να γίνονται ταξικά, τη διαφθορά να νικάει τους ήρωες του αντιρατσιστικού αγώνα και ξέρει ότι ακόµα δεν υπάρχει Ταµείο ανεργίας για τους εργαζοµένους.

Οπως είπε στα «ΝΕΑ» λίγες µέρες πριν από την άφιξή του στην Αθήνα, «ήµουν τυχερός που υπήρξα φίλος του Νέλσον Μαντέλα από το 1948.

Ηταν έτοιµος να θυσιάσει την ελευθερία του ακόµα και τη ζωή του αν χρειαζόταν για την εδραίωση της δηµοκρατίας και της ισότητας, για όλους τους κατοίκους της Νότιας Αφρικής, µαύρους και λευκούς. Αυτό το πετύχαµε το 1994, όταν έγιναν οι πρώτες πολυφυλετικές δηµοκρατικές εκλογές. Από τότε κάναµε προόδους, όµως δεν εξαλείψαµε τις ανισότητες ή τη φτώχεια, δεν καλύψαµε τις άλλες βασικές ανάγκες της πλειονότητας των ανθρώπων σε τούτον τον τόπο. Το προσπαθούµε σκληρά, αλλά δεν είναι εύκολο µέσα σε µια δεκαπενταετία να ξεριζώσεις την κληρονοµιά σχεδόν τεσσάρων αιώνων αποικιοκρατίας και αδικίας». Η ίδια εντιµότητα στα λόγια διακρίνει και την πολιτεία του. Ο Μπίζος δεν έκανε ποτέ κοµµατική προπαγάνδα υπέρ του ΑΝC και έτσι δεν επέτρεψε στο ρατσιστικό καθεστώς να τον φιµώσει.

Εδινε όµως διαλέξεις σε πανεπιστήµια όπου… τα έλεγε στην πεθερά για να τα ακούει η νύφη. Κι όταν πια έµπαινε στα δικαστήρια, γινόταν καταπέλτης. «Ποτέ δεν πρέπει να τα βάζεις µε Ελληνα» έλεγαν οι συνάδελφοί του. Φυσικά, όλα αυτά τον έκαναν ενοχλητικό και οι αρχές αρνούνταν να του δώσουν διαβατήριο και υπηκοότητα ώς το 1972, οπότε χάρη σε έναν γνωστό του δικαστή απέκτησε ένα laissez passer. Τότε, παρά τις ηθικές αναστολές του αφού σιχαινόταν τη χούντα, γύρισε έπειτα από 31 χρόνια στην Ελλάδα. «Οχι όµως ως τουρίστας, αλλά ως προσκυνητής» Η Ελλάδα που πληγώνει. Ο Τζορτζ Μπίζος λέει «εµείς» τόσο όταν µιλά για τους Ελληνες όσο και όταν µιλά για τους Νοτιοαφρικανούς. Αλλά στέκεται κριτικά απέναντι στους δύο όπως και απέναντι στην εύπορη ελληνική παροικία της Ν. Αφρικής.

«Θύµωσα µε όσους από την ελληνική κοινότητα υποστήριζαν το καθεστώς του απαρτχάιντ και απολάµβαναν τα προνόµια της λευκής µειονότητας», τονίζει στα «ΝΕΑ». «Ιδιωτικά µού έλεγαν – όπως και σε άλλους – πως θεωρούσαν τους εαυτούς τους προσωρινούς κατοίκους της Ν. Αφρικής και πως δεν ήταν δουλειά τους να βγάλουν το φίδι από την τρύπα.

Εγώ διαφωνούσα. Ορισµένοι εγκατέλειψαν τη χώρα µετά το 1994…».

Εκείνος παραµένει εκεί µε τη γυναίκα του Αρετή και τους τρεις γιους του – τον µηχανικό και τους γιατρούς – υπηρετώντας το σύνθηµα του Μαντέλα: «Να συγχωρείς αλλά να µην ξεχνάς».

ΕΙΠΕ

Οι Ελληνες έχουµε χρέος να σεβόµαστε τα ανθρώπινα δικαιώµατα και να αξιώνουµε την ισχύ τους σε ολόκληρο τον κόσµο

ΕΙΠΑΝ ΓΙ’ ΑΥΤΟΝ

Ο Μπίζος έγινε ο γκουρού µου.

Τον ακολουθούσα στις πολιτικές δίκες κρατώντας έναν χαρτοφύλακα δήθεν ως βοηθός του και έτσι αφυπνίστηκα πολιτικά και έφτασα να δίνω το σπίτι µου για τις συνεδριάσεις του παράνοµου Αφρικανικού Κογκρέσου

Ναντίν Γκόρντιµερ, Νόµπελ Λογοτεχνίας 1991