Σχεδόν 180 χρόνια μετά τις πρώτες εκδόσεις των Ωδών του εθνικού και κλασικού μας ποιητή Ανδρέα Κάλβου, στα βιβλία του Η Λύρα (1824) και Λυρικά (1826), μια έκδοσή τους δείχνει ότι στη νεοελληνική φιλολογία δεν είναι ποτέ αργά για οπισθοδρόμηση.


Αν θεωρήσουμε από τη σκοπιά του ευρύτερου αναγνωστικού κοινού τη νέα έκδοση τωνΩδώντου Κάλβου με επιμέλεια του Δημήτρη Δημηρούλη, τίθεται εύλογα το ερώτημα: Ποιο ουσιαστικό νόημα μπορεί να έχει σήμερα η έκδοση των λιγοστών (συνολικώς 22) ελληνόγλωσσων ποιημάτων του Κάλβου, όταν αφενός έχουν γίνει και υπάρχουν στην αγορά αρκετές αξιόλογες φιλολογικές εκδόσεις τους, αφετέρου το Μουσείο Μπενάκη έχει αναγγείλει την πολύτομη έκδοση ολόκληρου του συγγραφικού έργου του επτανήσιου ποιητή, η οποία βρίσκεται στο στάδιο της υλοποίησής της; Ο,τι δίνει νόημα, λοιπόν, στην έκδοση του Δημηρούλη δεν μπορεί παρά να είναι μια νέα πρόταση ανάγνωσης των καλβικώνΩδών. Πράγματι αυτό ισχυρίζεται ότι επιχειρεί ο φιλολογικός επιμελητής, στη βάση ενός ευρύτερου σχεδίου του, έχοντας ήδη εκδώσει στη σειρά «Νεοέλληνες κλασικοί συγγραφείς» του Μεταιχμίου ταΕργατου Σολωμού (2008) και ετοιμάζοντας την έκδοση των ποιημάτων του Καβάφη.

Αιχμή του δόρατος της νέας έκδοσης τωνΩδώναποτελεί η εκτενής (124 σελίδες) εισαγωγή του Δημηρούλη. Σε μεγάλο μέρος της παρατίθεται γνωστό πληροφοριακό υλικό για τη ζωή και το έργο του Κάλβου, απευθυνόμενο στους νέους αναγνώστες της καλβικής ποίησης. Συνάμα όμως στην εισαγωγή επιχειρείται μια συνολική κριτική αποτίμηση των ελληνόγλωσσωνΩδών(ως γνωστόν, ο Κάλβος έγραψε και ιταλικά ποιήματα), με την επανεξέταση ζητημάτων όπως η θεματική, η γλώσσα, η στιχουργία και η τεχνοτροπία τους. Η αναθεωρητική αυτή αποτίμηση αγκιστρώνεται στην επίμονη προβολή ενός μυστικιστικού αισθητισμού που βαφτίζεται με το όνομα «καλβική ξενότητα». Τι είναι η ξενότητα; Παραθέτω μια από τις αρκετές παρεμφερείς διατυπώσεις: «Η ξενότητα στον Κάλβο ονομάζει αυτό που πάντα περισσεύει χωρίς όνομα, αυτό που δεν χωρά στη γνώση, στην κατανόηση, στην κρίση, στην αξιολόγηση, την ίδια στιγμή που κινείται στα όριά τους» (σ. 47). Εφαρμόζοντας την «ξενότητα» ως λυδία λίθο όλων των ερμηνευτικών ζητημάτων των Ωδών, ο Δημηρούλης αποτιμά αρνητικά την παλαιότερη και ιδίως τη σύγχρονη καλβική κριτική. Η μομφή του «φιλολογικού θετικισμού» καταλογίζεται ιδιαίτερα στο φιλολογικό μέρος αυτής της κριτικής. Αν από τις κατηγορίες για σχολαστικισμό και ευήθεια εξαιρούνται μόνο μερικοί μεγάλοι πεθαμένοι ποιητές μας-κριτικοί του Κάλβου, όπως ο Παλαμάς και ο Ελύτης, αυτό συμβαίνει επειδή ο Δημηρούλης ξαναπιάνει, όπως ισχυρίζεται, το κομμένο νήμα της καλβικής ερμηνείας από τα σημεία που το άφησαν εκείνοι.

Για να αυτοαναγορευτεί στον σημερινό ιδεώδη, τον ευαίσθητο κριτικό του Κάλβου, απέναντι στην υπόλοιπη καλβική κριτική, ιδίως τη φιλολογική, ο Δημηρούλης κρατά μια τόσο απαξιωτική στάση που θυμίζει το ανάθεμα των στίχων του Λορέντζου Μαβίλη: «Αμε χάσου, ξερή Φιλολογία, γριά φτιασιδωμένη, άσχημη, κρύα». Η απαξίωση της φιλολογικής κριτικής του Κάλβου και ο μυστικιστικός αισθητισμός της ερμηνείας τωνΩδώνεπόμενο ήταν να απορρεύσουν στον εκδοτικό λαϊκισμό που προβάλλεται ως «μια τελείως διαφορετική και ριψοκίνδυνη [εκδοτική] τακτική». Ποιο είναι το ρίσκο που πήρε ο Δημηρούλης; «Προτιμήσαμε να εκδώσουμε τις ωδές στο μονοτονικό, να διορθώσουμε τα λάθη ή τις αβλεψίες στην ορθογραφία και στη στίξη και να προσαρμόσουμε γενικά το κείμενο στη σύγχρονη γραμματική» (σ. 126). Αυτές είναι οι επιλογές της εκδοτικής διακινδύνευσης στις μέρες μας.

Η έκδοση Δημηρούλη επικρίθηκε, αρμοδίως και δικαίως, από τον νεοελληνιστή Νάσο Βαγενά (Το Βήμα, 25/10/2009 και 3/4/2010) και τον κλασικό φιλόλογο Μιχαήλ Πασχάλη (Η Καθημερινή, 24/11/2009 και 11/1/2010,Νέα Εστία, τχ. 1827, Νοέμβριος 2009), με την επισήμανση πολλών και σοβαρών ιδίως πραγματολογικών λαθών που καταδεικνύουν το σχεδόν οξύμωρο για κάποιον που αποπειράται να εκδώσει τις καλβικές ωδές: Δεν γνωρίζει καθόλου την ιταλική και δεν γνωρίζει ικανοποιητικά την αρχαία ελληνική γλώσσα. Οι απαντήσεις του Δημηρούλη στα παραπάνω κείμενα (Ελευθεροτυπία, 4/12/2009,Η Καθημερινή , 8/12/2009 και 23/3/2010) εστιάστηκαν στο επιχείρημα ότι επειδή είναι απόβλητος από τη φιλολογική συντεχνία αντιμετωπίζεται από τους δίχως «την έγνοια της ποίησης» «τυφλοπόντικές» της με «θράσος» και «βλακεία». Κατά τη γνώμη μου, τα κύρια ελαττώματα της έκδοσης Δημηρούλη δεν εντοπίζονται τόσο στα πραγματολογικά, εκδοτικά και γλωσσικά λάθη και στη γενικώς μεροληπτική και ενίοτε παραμορφωτική στάση του έναντι της καλβικής κριτικής, επειδή αυτά γίνονται αντιληπτά από το ειδικό κοινό των μελετητών.