Ηθικός στιγματισμός και προπαντός απαξίωση μοιάζει να υποκαθιστούν όλο και συχνότερα τον πολιτικό λόγο, αυτόν που θα όφειλε να αντιπαραταχτεί σε πολιτικής αφετηρίας έστω φαινόμενα, αν ακριβώς θέλουμε να υπάρξει ουσιαστική αντιπαράθεση-και πολεμική.

Κυριαρχούν έτσι χαρακτηρισμοί τού τύπου «αρλούμπες», «καθάρματα», «στόκοι» και «ουγκ», όπως έγραφα στην περασμένη επιφυλλίδα, χαρακτηρισμοί που επιζητούν να απολιτικοποιήσουν τα φαινόμενα και τα υποκείμενα στα οποία αναφέρονται.

Το είδαμε αυτό στον λόγο για τον Δεκέμβρη του 2008, το είχαμε δει παλαιότερα, στηναντιμετώπιση κυρίως των τρομοκρατών της 17Ν, το ξανάδαμε πρόσφατα, με την τραγωδία της Μαρφίν.

Είναι καιρός να αναζητήσουμε το νόημα της πολιτικής της μη πολιτικής. Γιατί ο κυρίαρχος λόγος, πολιτικών προσώπων, πνευματικών ανθρώπων, ο λόγος των μίντια, όσο κι αν εμφανίζεται μη πολιτικός, σίγουρα ασκεί πολιτική, είναι πολιτικών προθέσεων. Πρέπει δηλαδή να αναρωτηθούμε γιατί η πολιτική, μια συγκεκριμένη πολιτική, επιλέγει το ένδυμα της μη πολιτικής, ή τι είδους πολιτική ασκείται μέσω της μη πολιτικής. Χρειάζεται όμως πρώτα, όπως ξανάγραψα, να φωτογραφίσουμε καταρχήν το φαινόμενο.

Συνεχίζω από την προηγούμενη φορά, με μιαν άλλη πλευρά, ακόμα πιο εντυπωσιακή, κατά τη γνώμη μου: εδώ έχουμε έναν έντονα κατηχητικό λόγο, που σκανδαλίζεται αίφνης μπροστά στον παμπάλαιο χαρακτηρισμό «μπάτσοι» και το συναφές σύνθημα: «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι»· και προπάντων προσεγγίζει και σχολιάζει ένα σύνθημα με τα εργαλεία της πιο ακραίας πολιτικής ευπρέπειας:

«ως κύριο σύμβολο της κρατικής επιβουλής ορίζονται οι αστυνομικοί -ή “μπάτσοι”, στο υποκοσμικό γλωσσικό ιδίωμα που πλέον υιοθετεί και η τελευταία καθωσπρέπει μεγαλοαστή-, που τα μεταχουντικά σεκλέτια κάποιων φαντασιώνουν ως αιμοχαρείς υπανθρώπους»· ή «το σύνθημα “Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι”, αναλύεται σε τυφλό μίσος προς όλους τους αστυνομικούς. Για τη ρητορική “της εξέγερσης”, δεν υπάρχει εξατομικευμένη ευθύνη. Δεν ευθύνεται ο δολοφόνος του Γρηγορόπουλου (για τον οποίο, ασφαλώς, η μαζική διαμαρτυρία δεν προβλέπει κανένα “τεκμήριο αθωότητας”), ευθύνονται συλλήβδην “οι μπάτσοι”».

Δεν μπορώ να φανταστώ τίποτα πιο άτοπο, σκανδαλίζομαι τώρα και εγώ, απ΄ το να αναλύονται διαδηλώσεις και συνθήματα σαν να είναι θεωρητικά δοκίμια, διατριβές, ένορκες καταθέσεις στο δικαστήριο. Ή να εγκαλούνται γονείς και οικείοι ενός οποιουδήποτε νεκρού που καταριούνται τον δολοφόνο ότι παραγνωρίζουν το τεκμήριο αθωότητάς του.

Και τι μπορεί να συναγάγει κανείς από την ηθικολογική, κατά την αντίληψή μου, προσέγγιση οσοδήποτε ακραίων πολιτικών φαινομένων, είτε στην επιστημονική της αυτή εκδοχή, με το μικροσκόπιο και το νυστέρι, είτε στην πιο ακραία θυμική, με τους χαρακτηρισμούς που είδαμε πιο πάνω και την προηγούμενη φορά, τους «στόκους» και τα «καθάρματα»;

Ότι ο ηθοπλαστικός και λαϊκίστικος ουσιαστικά λόγος-που απευθύνεται στο ευρύτερο δυνατό ακροατήριο, και βεβαίως στο θυμικό του ακροατηρίου- στοχεύει αμεσότερα στο κοινωνικό σώμα, το ενοχοποιεί, για συμπάθεια, ανοχή κτλ. (όπως την περίοδο της δίκης της 17Ν, ή με τον Δεκέμβρη), και έτσι απ΄ τη μια το εξουδετερώνει, το ακινητοποιεί, από την άλλη το διεγείρει και το εναντιώνει σε διεκδικήσεις και δράσεις που γίνονται με ανορθόδοξο τρόπο-πόσο μάλλον όταν γίνονται με ακραίο, βίαιο τρόπο.

Έπειτα, απέναντι στα υπό κρίση φαινόμενα και υποκείμενα, ο ηθοπλαστικός λόγος λειτουργεί, όπως είπαμε, απαξιωτικά· ειδικότερα, ο λόγος αυτός στιγματίζει ηθικά και κοινωνικά, αποβάλλει από το κοινωνικό σώμα, περιθωριοποιεί, γκετοποιεί- για την ακρίβεια, εξωθεί σε γκετοποίηση. Όμως η απαξίωση και η γκετοποίηση γεννούν οργή· είναι θέμα συγκυρίας να γίνει η οργή τυφλή.

Ποιο είναι τότε το ζητούμενο. Ένα, και δεν υπάρχει άλλο. Πολιτική απέναντι στην πολιτική.

Γιατί, σ΄ έναν πρόχειρο απολογισμό της καινούριας εποχής, της εποχής που επιλέγει για όπλα της την ηθική απαξίωση και συχνά μια λαϊφστάιλ γλώσσα, μέσα στον αχό της λυσσαλέας μάχης να μη χαρακτηριστεί πολιτική η οργάνωση 17Ν και η δίκη εναντίον της χάθηκε μια μοναδική ευκαιρία να συζητηθεί ουσιαστικά το κεφαλαιώδες θέμα της τρομοκρατίας· μέσα στον ηθικό πανικό που θεωρήθηκε η καταλληλότερη μέθοδος για να απολιτικοποιηθούν οι ταραχές του Δεκέμβρη του 2008 χάθηκε η ευκαιρία να αναλυθεί το φαινόμενο της ανεξέλεγκτης βίας. Και φτάσαμε και στη Μαρφίν, όπου η τυφλή βία έδωσε τρεις νεκρούς.

Όμως η αντιμετώπιση της βίας απαιτεί κατανόηση των αιτίων της. Και η κατανόηση, πιο παλιά και τώρα, ποινικοποιήθηκε. Η κατανόηση θεωρήθηκε, θεωρείται, αποδοχή, συμφωνία, υιοθέτηση. Και εδώαποβλέπει η πρόκληση ηθικού πανικού, στην κατατρομοκράτηση της κοινωνίας, ασφαλή δρόμο για την παθητικοποίησή της βεβαίως. Επείγει λοιπόν να κατανοήσουμε, να εξηγήσουμε. Μόνο έτσι θα μπορέσει να υπάρξει ουσιαστικός πολιτικός αντίλογος στους πρεσβευτές της βίας.

Και οι χαρακτηρισμοί «ουγκ» και «στόκοι» δεν είναι πολιτικός αντίλογος, δεν είναι ιδεολογικός λόγος· είναιεξουσιαστικόςλόγος. Και είναι φυσικά λεκτική βία. Η οποία λεκτική βία, σ΄ ένα άλλο επίπεδο, συμπληρώνεται από τηνυλικήβία των δυνάμεων καταστολής. Μην περιμένουμε άλλη απάντηση στη βία, και ειδικά τη λεκτική βία, γιατίαυτή περιθωριοποιεί, στιγματίζει και γκετοποιεί· μην περιμένουμε λέω άλλη απάντηση στη βία από βία.

Επιπλέον, ο στιγματισμός και η περιθωριοποίηση ελέγχονται, πιστεύω, για αυτό το οποίο αποκαλούμε διάρρηξη του κοινωνικού ιστού. Και η διάρρηξη του κοινωνικού ιστού σημαίνει-ή παράγειαντικοινωνικότητα.

Και κυρίως σε αντικοινωνικότητα οφείλεται η πρόσφατη εγκληματική ενέργεια στη Μαρφίν.

Όμως έτσι, πάμε γι΄ άλλα, φοβάμαι.

Η απαξίωση και η περιθωριοποίηση γεννούν οργή· είναι θέμα συγκυρίας να γίνει η οργή τυφλή και να μεταφραστεί σε ανεξέλεγκτη βία