ΣΚΟΤΩΣΕ Ο ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ ΤΟΝ ΣΩΚΡΑΤΗ;
ΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΜΕΙΛΙΚΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ
ΔΙΕΡΕΥΝΑ Ο ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΠΟΥ ΑΝΑΠΛΑΘΕΙ ΣΤΟ ΝΕΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΙΚΑ
ΚΑΙ ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΜΙΑ
ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Το πλήθος θέλει βεβαιότητες και όχι κουρέλια σκέψεων όπως αυτά που πρότεινε ο «άστεγος αγύρτης» Σωκράτης. Ο Σωκράτης δεν ήταν για το πλήθος γιατί ήταν ένας αμφισβητίας των πάντων. Είχε μόλις ανακαλύψει τα σκοτάδια της ψυχής και τα εξερευνούσε. Δεν είχε πρόχειρες απαντήσεις και ήταν ολόκληρος μια ερώτηση.

Εν τούτοις το πλήθος, το αθηναϊκό πλήθος, είχε μόλις ανακαλύψει τη δύναμη του λόγου και κάθε νέα λέξη που πιπίλιζε σαν καραμέλα ήταν ένα νέο φως. Ηταν μια δύναμη που μεταμορφωνόταν σε αυτάρεσκη αυτοπεποίθηση. «Η δημοκρατία είναι η ιδανική μορφή της λογοδιάρροιας», λέει ο Τάκης Θεοδωρόπουλος στο νέο του βιβλίοκυκλοφόρησε μόλις-, Το ξυπόλητο σύννεφο. Ενα συναρπαστικό μοντέρνο αφήγημα που κινείται με άνεση πάνω στο τεντωμένο σχοινί που χωρίζει τον μυθιστορηματικό από τον δοκιμιακό λόγο και που ζωντανεύει με μαεστρία μπροστά στα μάτια μας μια πολύ σημαντική εποχή.

Είναι περίπου μια επταετία από το 430 π.Χ. που ξέσπασε ο μεγάλος λοιμός, η επιδημία που αποδεκάτισε την Αθήνα και σκότωσε τον Περικλή, και το 423 όταν παίχτηκαν στα Μεγάλα Διονύσια οι Νεφέλες του Αριστοφάνη. Είναι και μια εποχή πολέμου. Ενός πολέμου που δεν κηρύχθηκε από τους Αθηναίους αλλά προκλήθηκε από την αλαζονεία της παντοδυναμίας τους.

Το εύρημα

Το μυθηστορηματικό εύρημα του Τάκη Θεοδωρόπουλου είναι ο πρωταγωνιστής του βιβλίου. Σε πρώτο πρόσωπο μιλάει ένα «δαιμόνιο». Ο περίφημος «δαίμων του Σωκράτη», που κατά τον Πλάτωνα συντρόφευε τον φιλόσοφο από μικρό, αλλά που κατά τον Τάκη Θεοδωρόπουλο δεν τον επισκέφθηκε παρά στα 45 του, με πρωτοβουλία των θεών που ήθελαν να τιμωρήσουν την Αθήνα για την αλαζονεία της. Μια πόλη που τόλμησε να διακηρύξει τη δύναμη του καινούργιου της πολιτεύματος, της δημοκρατίας, μέσω μάλιστα ενός κειμένου, του Επιταφίου , που δεν βρήκε ούτε μια λέξη να πει για την προστάτιδά της Αθηνά. Εστειλαν λοιπόν τον δαίμονα για να ενισχύσει αυτόν τον αλλόκοτο Σωκράτη που περιφερόταν βρώμικος και κουρελής θέτοντας νέα, παράξενα ερωτήματα, γιατί ήταν ο μόνος που μπορούσε να υπονομεύσει τις βεβαιότητες αυτών των αλαζόνων Αθηναίων. Τα πράγματα περιπλέχθηκαν όμως γιατί η Ασπασία, η σύντροφος του πεθαμένου πια Περικλή, υπέβαλε άθελά της στον Αριστοφάνη την ιδέα της γελοιοποίησης (και μέσω αυτής και της ανάδειξης) του Σωκράτη, που τότε ήταν σχετικά άγνωστος. Ο 27χρονος, πάνω κάτω, Αριστοφάνης («σχοινοτενής, ξερακιανός, ανορεκτικός, χλωμός, με πρώιμη φαλάκρα και ρουφηγμένα μάγουλα») προερχόταν από δύο μεγάλες επιτυχίες, τους Αχαρνής και τους Ιππής, αναρωτιόταν όμως για την αποτελεσματικότητα της τέχνης του. Είχε κάνει σκουπίδι τον ισχυρότερο πολιτικό της εποχής του, τον δημαγωγό Κλέωνα, βάζοντάς τον να πουλάει λουκάνικα. Αλλά οι ίδιοι πολίτες που χαχάνιζαν ευχαριστημένοι, λίγο μετά εξέλεξαν τον Κλέωνα στρατηγό.

Στην περίπτωση του Σωκράτη, μέσα από τον παράξενο σοφό θέλησε να γελοιοποιήσει τους σοφιστές που επί πληρωμή διέστρεφαν την αλήθεια. Ολες οι κατηγορίες που 25 χρόνια μετά θα οδηγήσουν τον Σωκράτη στον θάνατο – η ασέβεια προς τα θεία, η εισαγωγή καινών δαιμονίων στην πόλη και η διαφθορά των νέων-, υπήρχαν ήδη στις Νεφέλες. Αντίθετα όμως με τη διαδεδομένη άποψη ότι ο Αριστοφάνης έχει ευθύνη για την κατοπινή καταδίκη του Σωκράτη, ο Τάκης Θεοδωρόπουλος υποστηρίζει ότι η δίκη του Σωκράτη, ένα από τα μεγαλύτερα αινίγματα όλων των εποχών, αρχίζει από την ίδια την ανάγκη απονομής της Δικαιοσύνης και ότι, ούτως ή άλλως, «κάποιος θα έπρεπε να τον βάλει στη θέση του» και απλώς τον έβαλε ο κωμωδιογράφος. Υποστηρίζει επίσης ότι ο Αριστοφάνης στην πραγματικότητα δεν ήθελε τόσο να τον διακωμωδήσει όσο να ανοίξει διάλογο μαζί του, κάτι στο οποίο ενδεχομένως οφείλεται και η αποτυχία της παράστασης, καθώς έκανε την κωμωδία δράμα.