ΠΑΡΑ ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΟΤΙ ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΤΑ ΕΦΕΡΕ ΑΛΛΙΩΣ, Η ΦΩΝΗ
ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΚΥΡΚΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΛΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΚΚΕ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΠΟΥ ΜΟΙΡΑΣΤΗΚΑΝ ΚΟΙΝΕΣ ΜΕ ΑΥΤΟΝ
ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ, ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΑΝ ΕΝΑ ΝΕΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ. ΕΝΑ ΠΝΕΥΜΑ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΗΝ
ΕΙΧΕ ΕΥΡΕΙΑ ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΣΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ, ΑΛΛΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΕ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΛΕΟΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΕΣ
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΚΗΝΗ
…«Η συνέχεια δόθηκε στο Πρωτοδικείο της Αθήνας. Είχαν παρελάσει πολλοί μάρτυρες και ήρθε η σειρά μου. Αναφέρθηκα δι΄ ολίγον στα συγκεκριμένα γεγονότα και ύστερα είπα και τις απόψεις της ΕΔΑ για την καταπάτηση των στοιχειωδών δικαιωμάτων του πολίτη. Μίλησα και για την εξουσία, για την Χάρτα του ΟΗΕ, για τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για την Γαλλική Επανάσταση και την Αμερικάνικη Διακήρυξη για την Ελευθερία. Για την ισότητα και την ευημερία, για το αντιφασιστικό κίνημα Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, για την νίκη των δημοκρατιών πάνω στον ναζισμό και τον φασισμό, για… Είχα πάρει τον κατήφορο και προχωρούσα ακάθεκτος. Μου έκανε όμως εντύπωση πως ο πρόεδρος δεν έκανε καμία προσπάθεια να με διακόψει. Είδα και αυτόν και τους δικαστές να με κοιτάζουν με βλέμμα ονειροπόλο, σχεδόν συμπάθειας και συνήλθα. Έβαλα βιαστικά μια τελεία. Είπα δυνατά: αυτά είχα να καταθέσω, κύριε πρόεδρε. Ετελείωσα.

Η απάντησή του με εξέπληξε. “Συνεχίστε κύριε μάρτυς!”».

(Απόσπ. από κατάθεση του Λ. Κύρκου σε δίκη Λαμπράκηδων ( σ. 24, 25)

Στο τρίτο βιβλίο της αυτοβιογραφίας του ο Λεωνίδας Κύρκος εμφανίζεται να ισορροπεί ανάμεσα στην αιχμή και στην ανεκδοτολογία. Η Κατοχή, ο Εμφύλιος, οι πολύ δύσκολες δεκαετίες που ακολούθησαν, η δικτατορία του 1967, η Μεταπολίτευση και το μετά, αποτελούν το ευρύ χρονικό φάσμα που κινείται ο συγγραφέας. Στα πεδία αυτά με τρόπο άμεσο αλλά και έμμεσο, συχνά με χιούμορ αναδεικνύει και τονίζει: τις πολιτικές διεργασίες, την καθημερινότητα, τις διώξεις των πολιτών που επέμεναν να παραμένουν στρατευμένοι ή συμπαθούντες της Αριστεράς, τις προσωπικές επαφές των ηγετικών στελεχών της Αριστεράς με κεφαλές άλλων πολιτικών χώρων και χωρών. Μέσα σε αυτά η ΕΠΟΝ, το ΕΑΜ, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, το αίμα του Εμφυλίου, ο ηθικός και πολιτικός πλούτος και οι αγωνίες της ΕΔΑ, οι ανατροπές και οι τομές που διαμόρφωσε η δικτατορία, το όραμα του ΚΚΕ Εσωτερικού, οι πολιτικές δυνατότητες που παρείχαν τα χρόνια μετά τη χούντα.

Ιδιαίτερα στη μεταχουντική περίοδο αναδεικνύεται έστω και ένα μικρό μέρος των προσωπικών προσπαθειών που κατέβαλε ο Κύρκος για τη λύση κεφαλαιωδών εκκρεμοτήτων όπως η αποκατάσταση της Εθνικής Αντίστασης. Το παράδειγμα αυτό είναι χαρακτηριστικό του προσανατολισμού που τον διακρίνει, αφού βασικός του στόχος παραμένει ο διάλογος μεταξύ του εφικτού και του οράματος. Η σαφής θέση που, αφενός αρνείται τη λήθη και αφετέρου προσπαθεί να ενισχύσει με τρόπο θεσμικό την ασφαλή λειτουργία της μνήμης. Θέση που δύσκολα εφαρμόζεται και υποστηρίζεται πολιτικά, μέσα στο πανόραμα των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων, σχημάτων και νοοτροπίας.

Σημαντικό τμήμα του βιβλίου πάντως, καλύπτει το πολυσέλιδο κεφάλαιο στο οποίο παρουσιάζεται το πολιτικό πρόγραμμα του ΚΚΕ Εσωτερικού του 1974. Πέρα από την ιστορική και πολιτική ατμόσφαιρα της εποχής προκύπτει η τόλμη με την οποία διατυπώθηκαν οι ιδέες και οι προτάσεις εκείνες. Οι ελπίδες της περιόδου, ίσως οδηγούν στην άποψη ότι η Μεταπολίτευση είναι η τελεσίδικη τομή που ανατρέπει και τις νοοτροπίες. Έτσι όμως αγνοείται από τον συγγραφέα το δεδομένο ότι η Ελλάδα παρέμενε μια συντηρητική και φοβισμένη χώρα με σαφή ροπή προς την πόλωση. Υποστηρίζει ότι η αποκατάσταση της Δημοκρατίας διαμόρφωσε κοινή γλώσσα και συνείδηση στην ελληνική κοινωνία και κυρίως ένα νέο δημοκρατικό πλαίσιο με τη Δεξιά ως τμήμα της. Μάλιστα, ο Κύρκοςστηρίζει με γενναιότητα τους χειρισμούς Καραμανλή στην εξωτερική πολιτική υποστηρίζοντας τον εν δυνάμει ρόλο της Ελλάδας στα Βαλκάνια μέσα από την ένταξή της στην ΕΟΚ.

Λείπει η σύγκρουση

Τι λείπει από τη μαρτυρία του Κύρκου; Λείπει η σύγκρουση και το δράμα. Τα αδιέξοδα δεν ρηματοποιούνται χωρίς όμως να παραβλέπονται ή να αγνοούνται. Συνεπής στο όραμα μιας κυβερνητικής Αριστεράς, ο Λεωνίδας Κύρκος επιμένει ότι οι λύσεις προϋποθέτουν τη σύνθεση και το ισορροπημένο ζύγισμα του αντιπάλου. Ιδιαίτερα στο ζήτημα αυτό το κύριο χαρακτηριστικό της προσέγγισής του παραμένει η έλλειψη οιασδήποτε απαξίωσης του αντιπάλου, του πολιτικού «εχθρού», όσο και αν μεταξύ φίλων και αντιπάλων έτρεξε αίμα, κλείστηκαν σπίτια, χάλασαν ζωές, χάθηκαν άνθρωποι και όνειρα. Ποιος κρατούσε το γουδοχέρι και ποιος ζουλιόταν στο γουδί και γιατί, μάλλον το αφήνει στους ιστορικούς και το απομακρύνει από το πολιτικό τρέχον. Κίνηση που αφαιρεί τον θυμό ως εργαλείο από την Αριστερά που περιμένει την αποδοχή της και την πολιτική της «δεξίωση» στο πλαίσιο των ισότιμων δυνάμεων της «ατελούς» αστικής και κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που ορίστηκε μετά τη Μεταπολίτευση του 1974.

Πολύπλοκη προσέγγιση

Ας σημειώσουμε καιτην κριτική που ασκεί στη Σοβιετική Ένωση για την πορεία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Με την ευκαιρία συνάντησης με διπλωματικούς εκπροσώπους της ΕΣΣΔ, εγκαταλείποντας την ευγένεια που τον διακρίνει, «ξεσπαθώνει» με αφορμή την επιρροή που είχε η τότε υπερδύναμη στο ΚΚΕ- επιρροή που δεν εφάρμοσε προκειμένου να αποτραπεί η εμπλοκή του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος στον ελληνικό Εμφύλιο. Θα λέγαμε, διατηρώντας και εμείς τα επίπεδα ευγένειας, ότι καλό θα ήταν να μας φώτιζε περισσότερο ο Λεωνίδας για τις δυνατότητες αποτροπής του Εμφυλίου που είχε το ίδιο το ελληνικό κίνημα και δεν εφάρμοσε.

Ανατρέχοντας τόσο πολιτικά όσο και συναισθηματικά στα χρόνια κατά τα οποία διατυπώθηκαν οι προτάσεις του Κύρκου και των συντρόφων του στο ΚΚΕ Εσωτερικού, είναι ενδεχόμενο να κρίνονται αυτά ως ρομαντικά. Παραμένει ωστόσο ως ζητούμενο να σκεφτούμε την πολύπλοκη πολιτική προσέγγιση που προσπαθεί να γεφυρώσει το εφικτό με το όραμα. Μια προσέγγιση που φώτιζε την πολιτική σκηνή διαφορετικά και που δεν όριζε ως λύση μόνο την τελική δικαίωση μέσω υποσχέσεων. Προφανώς η ελληνική κοινωνία επέλεξε τη δεύτερη λύση που τελικά μπουρδούκλωνε διαρκώς τα βήματα που απαιτούσε η προετοιμασία για τη δόμηση λειτουργικών εξελίξεων και προοπτικών.

Ο Τάσος Σακελλαρόπουλος είναι ιστορικός στο Μουσείο Μπενάκη