Συμβατική και προβλέψιμη, η παράσταση της «Φαίδρας» από το Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας μεγέθυνε στην κλίμακα της Επιδαύρου τον έρωτα της ηρωίδας του Ρακίνα, αλλά σμίκρυνε στα πλαίσια της κοσμικότητας τις προσδοκίες για ένα ενδιαφέρον, καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Ο αγώνας έληξε 0-0
Τι περίμενε να δει ο θεατής που πήγε στην Επίδαυρο για να παρακολουθήσει τη «Φαίδρα» του Ρακίνα με τη βραβευμένη με Όσκαρ ηθοποιό Έλεν Μίρεν;

Ανάλογα με τον θεατή και οι προσδοκίες του. Ο τουρίστας να ευχαριστηθεί το εκδρομικό πακέτο: μπάνιο, παράσταση, ταβέρνα. Ο κοσμικός να δει και να τον δουν. Ο «κανονικός» να έχει την εμπειρία μιας καλής παράστασης. Και ο «υποψιασμένος» να παρακολουθήσει όλα τα μέτωπα: τη δυναμική ενός ρωμαλέου Εθνικού Θεάτρου, τη λάμψη μιας ντίβας του θεάτρου και του σινεμά, κάποιες σκηνικές προτάσεις.

Το χλιαρό χειροκρότημα των 7.500 θεατών της πρεμιέρας (9.500 το Σάββατο) μπορεί να συμψηφισθεί στις αντιδράσεις όλων. Ίσως και σ΄ ένα ντιμπέιτ δύο ισχυρών, τα τελευταία χρόνια, τάσεων: ότι πάμε μπροστά με βήματα πίσω ή ότι ασφάλεια χωρίς αμφιβολία είναι κάτι ξεπερασμένο.

Αν και τα κλασικά έργα αντέχουν πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις, η σκηνοθεσία του Νίκολας Χάιτνερ, καλλιτεχνικού διευθυντή του Νational, υιοθέτησε την πρώτη ανάγνωση: την απλή κατανόηση του κειμένου, αποφεύγοντας περιττά και ρίσκο. Σχεδιασμένη για κλειστό χώρο, μεταφέρθηκε στον ανοιχτό της Επιδαύρου χωρίς προβλήματα και αμηχανίες. Συγκρίνοντας την παράσταση που είχα δει πριν από έναν μήνα στην κλειστή αίθουσα του Νational με αυτήν της Επιδαύρου, διαπίστωσα πως η μεταφορά της ήταν κατά τι ανώτερη. Γεγονός που το πιστώνω στις θηριώδεις τεχνικές των ηθοποιών- «άνοιξαν» φωνητικά (χωρίς μικρόφωνα)- και στις υποδομές του θεάτρου.

Η παράσταση ήταν «γυμνή», όπως η ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου, σαφής, όπως η απόδοση του Ντέιβιντ Χιουζ, συντηρητική, όπως μια συνηθισμένη «εθνικοθεατρική» παραγωγή. Σαν ένα ταξίδι στο παρελθόν. Μερικές δεκαετίες μετά, οι θεατές είναι ανυπόμονοι και περισσότερο δεκτικοί σε νεωτερισμούς. Εδώ το «καινούργιο», που με έκπληξη είδαμε να επαναλαμβάνεται, ήταν η χρήση της θυμέλης ως βάθρου, όπου επάνω της έλεγαν οι ήρωες τους πιο δραματικούς μονολόγους. Κάποια στιγμή μάλιστα ο Θησέας έσπασε και ένα κανάτι πάνω στη θυμέλη! Πέραν αυτού του «ευρήματος» που κάποιους «πάγωσε», οι θεατές από το κοίλο παρακολούθησαν με σεβασμό, αλλά και δόσεις βαριεστιμάρας, το δίωρο δράμα. Η διασκευή του Ντέιβιντ Χιουζ (ο μοιραίος άντρας της Σίλβιας Πλαθ), με το βάρος αλλά και την ελευθερία της ποίησής του, αποτύπωσε σε ελεύθερο στίχο την παραληρηματική ρητορεία και την αυστηρή λιτότητα του γαλλικού στίχου, προσδίδοντας μια αίσθηση τραγωδίας. Αυτήν ακολούθησε και η σκηνοθεσία. Δεν βούτηξε στα βαθιά, αλλά δεν έμεινε και στον αφρό με τα χρυσόψαρα.

Έντιμη, εστίασε στον λόγο και στην απόδοσή του από τους ηθοποιούς. Ήταν διάχυτη μια γενική αίσθηση «ανάγνωσης» του κειμένου από τους θεατές που άκουγαν και διάβαζαν τους υπέρτιτλους, απολαμβάνοντας τους μακροσκελείς μονολόγους, την κομψή φιγούρα τής Έλεν Μίρεν, τους φωτισμούς. Το κλιμάκιο του Νational Τheatre κουβάλησε ένα σύμπαν φωτιστικό.

Δύο πύρ γοιπίσω από τη σκηνή φορτωμένοι προβολείς και στις κερκίδες, δεξιά κι αριστερά του κάτω διαζώματος, άλλοι προβολείς. Η ορχήστρα γυμνή, με πέντε σιδερένιες καρέκλες. Στο βάθος ένας μεταλλικός τοίχος, που έγερνε στο πάνω μέρος προς τα πίσω, σαν τμήμα μεγάλου χωνιού, «αγκαλιάζοντας» το 1/3 της ορχήστρας, όπου παίχτηκε το δράμα. Αν τελικά οι παραστάσεις χωρίζονται σε καλές ή κακές, σε ζωντανές ή ψόφιες, η «Φαίδρα» τοποθετείται ανάμεσα.

Σε ρηχή χαράδρα στάθηκε η παράσταση του Νational Τheatre, ώστε ούτε να καταποντιστεί αλλά ούτε και να απογειωθεί. Αυτό φάνηκε στο χειροκρότημα. Συγκρατημένο, τίμησε τον θίασο, κυρίως τον ηθοποιό που ερμήνευσε τον Αγγελιαφόρο, δεν αποθέωσε, όπως αναμενόταν, την Έλεν Μίρεν και η βραδιά έκλεισε ήσυχα.

Η «Φαίδρα» του Ρακίνα, με την Έλεν Μίρεν στον επώνυμο ρόλο, δεν ήταν μια παράσταση με «ψυχή», που σου έδινε κάτι παραπάνω. Ωστόσο το κοινό την παρακολούθησε με συγκινητική σιωπή, ανταποδίδοντας τον σεβασμό που απέπνεε.

Στη διάρκειά της κι ενώ ο έρωτας σκότωνε στη σκηνή τους ήρωες, η πλήξη «σκότωνε» στο κοίλο πολλούς από τους θεατές

Δύο Όσκαρ στην επιδαύρια γη


Κατά τη δίωρη παράσταση, όσο η βραβευμένη με Όσκαρ ηθοποιός πάσχιζε στην ορχήστρα, ένας άλλος – επίσης βραβευμένος- σταρ, ο Τομ Χανκς, την παρακολουθούσε από την πρώτη κερκίδα. Δίπλα του, η γυναίκα του Έλεν, η Μαριάννα Λάτση και ο Διονύσης Φωτόπουλος. Και τις δύο μέρες την παράσταση είδαν πολιτικοί (όπως ο Κώστας Σημίτης), επιχειρηματίες, πρόσωπα γνωστά της αθηναϊκής κοινωνίας-μέχρι και ο τέως (Γλύξμποργκ) με μπαστουνάκι. Όσο όμως έντονη ήταν η παρουσία των κοσμικών άλλο τόσο εντυπωσιακή αποδείχτηκε η απουσία των καλλιτεχνών. Αδιαφόρησαν για μία παράσταση του Εθνικού Θεάτρου Αγγλίας, με καλούς ηθοποιούς και μια πρωταγωνίστρια που- μας αρέσει, δεν μας αρέσει- είναι ένας θρύλος των καιρών μας. Φλεγματική και όχι φλεγόμενη από το ανεξέλεγκτο πάθος της για τον προγονό της Ιππόλυτο, παραμένει μια ντίβα της ευρωπαϊκής σκηνής, μια προσωπικότητα ισχυρή, που φαίνεται ακόμα κι από τη γενναιότητα με την οποία δεν κρύβει τις ρυτίδες των έξι δεκαετιών και βάλε. Με τον σύζυγό της, σκηνοθέτη Τρέβορ Χάκφορντ («Ιπτάμενος και τζέντλεμαν»), προσκεκλημένοι της Μαριάννας Λάτση, δείπνησαν στο σκάφος της στο λιμάνι της Επιδαύρου και ο θίασος στον «Λεωνίδα», στο ταπεινό Λυγουριό.