Σαββατόβραδο στην Ιερά Οδό χρειάζεται υπομονή να την περάσεις. Άπλετο φως από προβολείς φωτίζει τη δόξα των τραγουδιστών που μαζεύουν έξω από τα κέντρα διασκέδασης τους θαμώνες με τα πιο μεγάλα αυτοκίνητα που έγιναν ποτέ. Ψηλά, οχυρωμένα, τετρακίνητα, πολυτελή, ακριβά, μυθώδη, παρκάρουν το ένα δίπλα στο άλλο, σε διπλή σειρά κι από τις δύο πλευρές του δρόμου. Κι αν θελήσει αυτός που είναι από μέσα να βγει, τι κάνει;
Ειδοποιεί τον παρκαδόρο και εκείνος βρίσκει τον οδηγό του άλλου; Είναι όλοι δικτυωμένοι, ξέρουν ανά πάσα στιγμή πού βρίσκεται ο καθένας, αυτοί είναι άραγε οι περίφημοι άνθρωποι της νύχτας που κάθε τόσο αλληλοσκοτώνονται επειδή κάποιοι ξέρουν παραπάνω πράγματα από τους άλλους; Ή μήπως είναι οι καρέκλες μέσα στα κέντρα το ίδιο σφιχτοπαρκαρισμένες όπως τα καγιέν έξω και δεν μπορεί κανείς να βγει αν δεν προηγηθεί ο διπλανός του; Καλπάζει η φαντασία καθώς το αυτοκίνητο έχει ακινητοποιηθεί ανάμεσα στον πυκνό αυτό στρατό των τεθωρακισμένων που περιζώνει τα ξενυχτάδικα. Εδώ δεν βλέπεις την κρίση, εδώ βεβαιώνεσαι ότι ακόμα δεν έφτασε στην Ελλάδα, ή ότι κι αν ήρθε υπάρχουν άνθρωποι που δεν τους αφορά και τέχνες που δεν θίγονται. Από πανό τεράστια σε κοιτούν συγκαταβατικά νεαροί με μαύρα πουκάμισα ανοιγμένα ελάχιστα στο λευκό στήθος, νεαρές με μαύρες τουαλέτες πολύ πιο ανοιγμένες αυτές, σύγχρονοι και θεές της Ιεράς Οδού, υπερμεγέθεις, που για κάτι μυστηριώδες πενθούν και μαυροφορούν. Τι να πενθούν άραγε, τη νιότη που φεύγει γρήγορα, την ιερότητα της οδού που μεταβιβάζεται τόσο εύκολα, τους προσκυνητές με τα τζιπ που αύριο θα τους έχουν ξεχάσει, την ευημερία που κινδυνεύει από κακούς ξενόφερτους δαίμονες; Φοράω μαύρο πουκάμισο επειδή είναι μαύρη η καρδιά μου, λέει το τραγούδι του Χουάνες, αλλά εδώ τα πράγματα είναι σαφώς πιο περίπλοκα.