Έχει αποκτήσει φανατικούς καταναλωτές που το αναζητούν σε εστιατόρια, μεζεδοπωλεία αλλά και στα ράφια του σούπερ μάρκετ. Οι ιστορικοί λένε ότι είναι ο πρόγονος του ούζου, αλλά μόλις τα τελευταία δέκα χρόνια έγινε ευρέως γνωστό. Το τσίπουρο από ποτό της παρέας στα χωριά της ελληνικής περιφέρειας έχει καταφέρει να κλέψει- και όχι άδικα – μερίδιο από τη δόξα και τις πωλήσεις του μεγάλου ανταγωνιστή του, που είναι το ούζο, μπαίνοντας ακόμα και στα πολυτελή εστιατόρια της Αθήνας. Όπως λένε οι άνθρωποι της αγοράς, τα επόμενα χρόνια οι πωλήσεις τους ίσως να μοιράζονται εξίσου αφού όσοι το δοκιμάζουν δύσκολα το εγκαταλείπουν.

Σε ετήσια βάση καταναλώνονται περίπου 30 εκατ. φιάλες ούζου και τσίπουρου που κοστίζουν περισσότερα από 150 εκατ. ευρώ, ενώ από τις παραγόμενες ποσότητες περίπου 15 εκατ. φιάλες εξάγονται με βασικότερους προορισμούς τη Γερμανία, τον Καναδά και τις ΗΠΑ. Στοιχεία για τις ετήσιες πωλήσεις τσίπουρου δεν υπάρχουν. Βέβαια, οι πωλήσεις του είναι πολύ χαμηλότερες σε σχέση με την κατηγορία του ούζου. Το μερίδιο του χύμα προϊόντος είναι υψηλό και υπολογίζεται ότι υπερβαίνει το 50%.

Άνοιξε ο δρόμος για εξαγωγές

Μάλιστα το γεγονός ότι πρόσφατα το ούζο, το τσίπουρο και η τσικουδιά, παραδοσιακά προϊόντα μεγάλου ελληνικού ενδιαφέροντος, κατοχυρώθηκαν και επίσημα στην Ε.Ε. αφού συμπεριελήφθησαν στον Κανονισμό για τα αλκοολούχα ποτά που ψηφίστηκε από την Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου, άνοιξε τον δρόμο για ακόμα μεγαλύτερη εξαγωγική δραστηριότητα. Ιστορικά η παραγωγή του τσίπουρου λέγεται πως άρχισε τον 14ο αιώνα στο Άγιον Όρος από μοναχούς και εξαπλώθηκε

Οι νέοι ηλικίας 25-35 ετών αποτελούν πλέον τους πιο φανατικούς οπαδούς του τσίπουρου, αυτή ήταν η σημαντικότερη αλλαγή σε αυτή την αγορά τα τελευταία χρόνια

με τα χρόνια σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, κυρίως στη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και την Κρήτη. Μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα η παραγωγή τσίπουρου γινόταν αποκλειστικά «κατ΄ οίκον», δηλαδή δεν υπήρχε μαζική βιομηχανική παραγωγή. Στο εξωτερικό 20% της παραγωγής

Από το 1998 και μετά, οπότε το θεσμικό πλαίσιο άλλαξε, μεταβλήθηκαν και τα δεδομένα στην αγορά. Σήμερα οι πωλήσεις τσίπουρου, όπως λένε επιχειρηματίες του

ΤΟ ΟΥΖΟ είναι μείγμα οινοπνεύματος (αιθυλική αλκοόλη), νερού και αρωματικών βοτάνων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται πάντα γλυκάνισο. Το ούζο αποτελεί προϊόν απόσταξης σταφυλιών μόνο σε ποσοστό έως 20%. Αυτή είναι και η βασική διαφορά του από το τσίπουρο, το οποίο είναι εξ ολόκληρου προϊόν απόσταξης των σταφυλιών.

ΤΟ ΤΣΙΠΟΥΡΟ δημιουργείται αποκλειστικά από τα ράκη των σταφυλιών και είναι ένα απόσταγμα δυνατό- πάντα από στέμφυλα που σιγοβράζουν στους παραδοσιακούς άμβυκες. Μπορεί να περιλαμβάνονται στην παραγωγή του και γλυκάνισο ή άλλα αρωματικά βότανα.

κλάδου, παρουσιάζουν ρυθμό αύξησης σε ετήσια βάση 20%-25%, ενώ 20% και πλέον της παραγωγής εξάγεται. Όπως λένε οι ποτοποιοί, η ευρεία κατανάλωση τσίπουρου έχει προκαλέσει μείωση της κατανάλωσης ούζου στην ελληνική αγορά, η οποία έχει ξεπεράσει τα όρια του «αποδεκτού» αγγίζοντας το 50% σε πολλές περιπτώσεις. Το τσίπουρο αναδεικνύεται ο δυναμικός ανταγωνιστής του ούζου καθώς εμφανίζει συνεχή ανοδική πορεία τα τελευταία χρόνια.

Οι καλύτεροι πελάτες

Το μεγαλύτερο δίκτυο διακίνησης τσίπουρου είναι η κρύα αγορά, κυρίως τσιπουράδικα και μεζεδοπωλεία. Εκεί πραγματοποιείται 75%-80% των πωλήσεν σε όλη την Ελλάδα. Από τα σούπερ μάρκετ και τις κάβες πωλείται μόνο 20%-25% του προϊόντος. Η τυποποιημένη παραγωγή του αυξάνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια και το τσίπουρο εξελίσσεται σε εθνικό ποτό, μετά το ούζο. Στην Ελλάδα, παράγονται αποστάγματα στεμφύλων σταφυλιού, δηλαδή τσίπουρων, όπως το Τσίπουρο Μακεδονίας, το Τσίπουρο Θεσσαλίας, το Τσίπουρο Τυρνάβου, η Τσικουδιά Κρήτης κ.ά., ενώ στην παραγωγή του έχουν μπει δυναμικά τοπικοί συνεταιρισμοί με πρωταγωνιστή το Συνεταιρισμό Τυρνάβου, ποτοποιίες όπως των αδερφών Τσιλιβή, του Τσάνταλη, του Λαζαρίδη, του Μπαμπατζιμόπουλου, του Αβέρωφ, αλλά και μικρότερες επιχειρήσεις που εμφιαλώνουν επώνυμο τσίπουρο.

Προφίλ νεανικού ποτού

Οι Έλληνες έχουν εντάξει το τσίπουρο ως αγαπημένη συνήθεια στην καθημερινή τους διατροφή και το συνοδεύουν με παραδοσιακούς μεζέδες από την ελληνική κουζίνα. Κυριότερη αιτία της αύξησης των πωλήσεών του είναι το γεγονός ότι άρχισε να καταναλώνεται από νεαρώτερες ηλικίες. Οι νέοι ηλικίας 25-35 ετών αποτελούν πλέον τους κύριους λάτρες του τσίπουρου- αυτή ήταν η σημαντικότερη αλλαγή στην αγορά του τελευταία χρόνια. Παλαιότερα καταναλωτές τσίπουρου ήταν κατά μία δεκαετία μεγαλύτεροι, αλλά τα τελευταία χρόνια χάρη και στη διαφήμισή του απέκτησε μαζί με το ούζο το «προφίλ» του νεανικού ποτού της παρέας. Επιπλέον, η κατανάλωσή του δεν επηρεάζεται άμεσα από τα λοιπά οινοπνευματώδη ποτά (π.χ. ουίσκι, βότκα κ.ά.), καθώς καταναλώνεται σε διαφορετικά σημεία (ουζερί, μεζεδοπωλεία, ψαροταβέρνες κ.α.) και με διαφορετικό τρόπο (με μεζέδες).

Vidcast: Στα Σχοινιά