«ΓΙΑ ΝΑ ΑΔΡΑΞΕΙ
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΟ
ΠΟΙΗΜΑ, ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ
ΝΑ ΕΧΕΙ
ΨΥΧΗ ΠΙΟ ΚΑΘΑΡΗ
ΑΠ΄ ΤΟΥ
ΠΑΙΔΙΟΥ, ΞΑΣΤΕΡΟ
ΜΥΑΛΟ ΚΑΙ
ΧΕΡΙ ΣΤΑΘΕΡΟ,
ΜΑΤΙ ΠΟΥ
ΒΛΕΠΕΙ ΣΤΑ
ΣΚΟΤΑΔΙΑ ΣΑΝ
ΤΗΣ ΓΑΤΑΣ», ΣΗΜΕΙΩΝΕΙ Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ
Γενέτειρα: Αθήνα 1957 Σπουδές/ Σταδιοδρομία: Σπουδάζει κοινωνικές επιστήμες και δημοσιογραφία στη Βαρσοβία και παρακολουθεί σεμινάρια σκηνοθεσίας στο Λοτζ της Πολωνίας. Εργάζεται ως δημοσιογράφος στο «Βήμα». Το 2003 τιμάται με το Βραβείο ποίησης του περιοδικού «Διαβάζω» και το 2004 με το Βραβείο «Λάμπρου Πορφύρα» της Ακαδημίας Αθηνών.

«Τα μαγαζιά της κανέΒιβλιογραφία: λας»: Έτσι τιτλοφορείται ο τόμος διηγημάτων του σπουδαίου Πολωνού συγγραφέα Μπρούνο Σουλτς, τον οποίον ο Χουλιαράκης έχει μεταφράσει εξαιρετικά. Ακολούθησε και άλλος τόμος με μεταφράσεις διηγημάτων του ίδιου συγγραφέα με τίτλο, «Η νύχτα της μεγάλης εποχής» (αμφότερα από τις εκδ. «Νεφέλη»). Ο Χουλιαράκης, ένας από τους πιο παραγωγικούς ποιητές/ μεταφραστές της γενιάς του ΄80, έχει επίσης αποδώσει με μεγάλη δεξιοτεχνία δύσκολα και άκρως απαιτητικά κείμενα κορυφαίων συγγραφέων, όπως τις «Φανερώσεις» του Τζόυς («Το Ροδακιό», 1994), τον «Θάνατο του Συνγκ» του Γέητς, τον «Αυτοκράτορα Τζόουνς» του Ο΄ Νηλ (περ. «Εκηβόλος», 1997), το περίφημο ποίημα «Αν» του Κίπλινγκ («Καστανιώτης», 1993), «Δέκα ποιήματα» του νομπελίστα Σουηδού ποιητή Γκούναρ Έκελαιφ (Σουηδικό Ινστιτούτο Αλεξάνδρειας, 2005), τον «Τάφο του Αγαμέμνονα» του Σλοβάτσκι («Γαβριηλίδης», 2006) και το κλασικό έργο «Τάο Τε Τσινγκ» του Λάο Τσε («Μελάνι», 2007). Άριστος γνώστης της πολωνικής, έχει επίσης μεταφράσει ποιήματα μεγάλων Πολωνών ποιητών, όπως του Ρουζέβιτς, του Μιτσκιέβιτς, του Χέρμπερτ και της Συμπόρσκα.

Κριτική ετυμηγορία: Ενώ τα ποιήματα του Χουλιαράκη (έντεχνα πάντοτε σκηνοθετημένα) μάς ταξιδεύουν σε διαφορετικές εποχές και τόπους, εξωτικούς και μη (Σαγκάη, Σαχάρα, Σεβαστούπολη- για να περιοριστώ στο γράμμα «σ»), οι ήρωες των ποιημάτων του, όποιο προσωπείο και αν φορούν- του Μπάιρον, της Αχμάτοβα ή του ανώνυμου πολίτη- μαρτυρούν ότι ο ποιητής παραμένει σταθερά προσηλωμένος σ΄ ένα θέμα: στην αδυσώπητη και παράλογη μοίρα που περιμένει κάθε άνθρωπο. Αν οι πρωταγωνιστές των μυθιστορημάτων του Καμύ αφήνονται σχεδόν παθητικά στο πεπρωμένο τους, του Χουλιαράκη καλούνται, παρά τη βεβαιότητα «πως κάθε σκίρτημα/ όσο ανάλαφρο κι απαλό αφανίζεται», να επιλέξουν ελεύθερα τον δικό τους αυθεντικό θάνατο. Ο Χουλιαράκης είναι ένας νεορομαντικός, που σε γλώσσα χαμηλόφωνη και σαγηνευτική θρηνεί το αναπόφευκτο τέλος των πραγμάτων. Αλλά ως γνήσιος ποιητής γνωρίζει πως το τέλος αυτό είναι και η προϋπόθεση της δημιουργίας. Μέσα στις στάχτες μας ανθίζουν τα κρίνα της ποίησης. Και το άρωμά τους η ανταμοιβή μας.

Υπέρ θηλών και ραμφών («Ειρήνη», 1983), Τα μαύρα μέταλλα του πόθου (Μανούτιος, 1985), Η Σουπέργκα περιμένει(«Κάβειρος», 1987, «Το Ροδακιό», 1999), Το λείψανο των ημερών («Κέδρος», 1994), Ζωή κλεισμένη («Το Ροδακιό», 2002).

Στίχοι: « Είμαι τώρα σε καράβι που ανοίγεται/ δεν ξεκρίνω στεριά ουρανό/ μόνο ετούτους τους κίτρινους/ τοίχους τα χλωμά καντήλια μιας πόλης που τρέμουν/ η αποκάλυψη σέρνεται με φωνές σιγανές/ παντού παγωνιά κι ένα φως λερωμένο/ η ζωή μου κλεισμένη σ ΄ αυτή τη στιγμή ».