Καταδικάζετε τις βιαιοπραγίες στα Πανεπιστήμια;». Ένα ανόητο ή «εκ του πονηρού» ερώτημα που πάει κι έρχεται σήμερα. Ποιος δεν καταδικάζει μια τέτοια άσκηση βίας; Ποιος δεν θεωρεί ότι το πρώτο θύμα της βίας αυτής είναι αυτό που η βία αυτή επιθυμεί να προασπίσει: Τo δημόσιο, δηλαδή, πανεπιστήμιο. Η γενικευμένη καταγγελία των γεγονότων κερδίζει έδαφος και κατοχυρώνεται. Κι έπειτα; Καταδικάσαμε. Και τώρα; Τώρα τι; Τo ερώτημα αυτό ανοίγει στην άβυσσο. Γι΄ αυτό και ο εστιασμός με τόσο πάθος και τόσο μένος στην αυτονόητη καταγγελία των φοιτητικών βιαιοτήτων εξαντλείται σε μια αυτο-αναφορικότητα κάθε άλλο παρά αθώα.

Τι πιο διαυγές από τη νομιμοποίηση στη συνείδησή μας μιας τέτοιας καταγγελίας; Όμως «τίποτα πιο μυστηριώδες από τη διαύγεια» μάς προειδοποιεί ο ποιητής.

Μια γιγαντιαία επιχείρηση μετάθεσης μοιάζει να συντελείται εδώ. Όσο η καταδίκη εστιάζεται κατ΄ αποκλειστικότητα σε αυτό το σύμπτωμα τόσο η προσοχή απομακρύνεται από την εστία του προβλήματος. Από το δημόσιο δηλαδή πανεπιστήμιο, το πολυπαθές πεπρωμένο του και την απαξίωσή του. Το γεγονός ότι αυτο-απαξιώνεται σήμερα εκ των ένδον από μερίδα φοιτητών δεν μειώνει σε τίποτα τη σημασία μιας επιταχυνόμενης κρατικής απαξίωσης. Η πολύμορφη αυτο-απαξίωση του Πανεπιστημίου σήμερα δεν απαλλάσσει σε τίποτα την Πολιτεία από το χρέος της να το συντρέξει, να το περιθάλψει όχι σαν ένα παραπεταμένο νόθο της παιδί, αλλά σαν το πεφιλημένο τέκνο της.

Όσο τα συμπτώματα θα αναγορεύονται σε αίτια, τα δεινά θα συσσωρεύονται. Προφανώς και δεν είναι, για παράδειγμα, η καθολική ψηφοφορία που ωθεί τους φοιτητές στη βίαιη ακύρωση των πρυτανικών εκλογών. Από αλλού τροφοδοτείται και αυτή η βία. Αλλού είναι η πηγή της. Από την ίδια πηγή τροφοδοτούνται και νοηματοδοτούνται όλες οι ακραίες και «ακατανόητες» σε πρώτη όψη βιαιότητες των πανεπιστημιακών μας ημερών. Έχει όνομα η πηγή αυτή. «Κρίση εμπιστοσύνης» ονομάζεται. Θανάσιμα τραυματισμένη κρίση εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς και τους επίσημους εκπροσώπους τους. (Βλέπε προς τους υπό μεταρρύθμιση θεσμούς και τους εκπροσώπους τους). Κρίση εμπιστοσύνης που οδηγεί σε ακατάσχετη αιμορραγία. Να μένεις στην καταγγελία, στον αφορισμό, στη δαιμονοποίηση, κραδαίνοντας το λάβαρο της δημοκρατικής ευπρέπειας είναι σαν να θες να γιατρέψεις μια ακατάσχετη αιμορραγία με επιθέματα αραχνοΰφαντης γάζας. Άλλωστε το λάβαρο της δημοκρατικής ευπρέπειας σήμερα είναι τόσο κακοποιημένο και κακοφορμισμένο, ώστε θυμίζει ιερόδουλο με παρθενορραφή που κραδαίνει τη σημαία της παρθενιάς της! Να επινοηθούν τρόποι και τόποι ανάκτησης της χαμένης εμπιστοσύνης. Ιδού το μέγα ζητούμενο!…

Η Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο