«… ΓΙΑΤΙ Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΟΘΕΩΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ, ΤΟ ΚΑΘΑΡΟ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ, ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΑ ΤΟΠΙΑ ΤΗΣ ΑΠΑΙΤΕΙ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ. Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΚ ΠΡΟΟΙΜΙΟΥ ΑΠΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΘΥΜΟΙ ΝΑ ΚΑΤΑΒΑΛΟΥΝ ΤΟ ΑΝΤΙΤΙΜΟ ΜΙΑΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑΣ…», ΛΕΕΙ Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΤΡΙΒΙΖΑΣ
Γενέτειρα: Κέρκυρα, 1960. Σπουδές/ Σταδιοδρομία: Σπουδάζει Νεοελληνική Φιλολογία και Δημοσιογραφία στη Θεσσαλονίκη. Από το 1989 εργάζεται ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση.

Το γνωρίζατε; Πρωτοεμφανίζεται στη λογοτεχνία το 1980 με ποίημα δημοσιευμένο στο κερκυραϊκό λογοτεχνικό περιοδικό Πόρφυρας, μέλος της συντακτικής ομάδας του οποίου εξακολουθεί να είναι σήμερα.

«Δισεγγονόπουλος και Μπιρμπιρίκος»: Όπως μας πληροφορεί ο Τριβιζάς στην άκρως κατατοπιστική και πολλαπλώς χρήσιμη μελέτη του, Το Σουρρεαλιστικό Σκάνδαλο («Καστανιώτης», 1996), έτσι χλευάζονταν σε επιθεώρηση στο «Περοκέ» οι Διόσκουροι του υπερρεαλισμού Εγγονόπουλος και Εμπειρίκος. Το βιβλίο καταγράφει λεπτομερώς τις αντιδράσεις κοινού και κριτικής στην εμφάνιση του ελληνικού υπερρεαλισμού και ανθολογεί τα κείμενα που γράφτηκαν για τον υπερρεαλισμό από το 1935, όπου κυκλοφορεί η Υψικάμινος του Εμπειρίκου, ώς το 1940, όπου κηρύσσεται ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. «Δεν έχουμε κυδώνια», έγραφε ο Εμπειρίκος σε ποίημα εκείνης της πρώτης του συλλογής και μαθαίνουμε ότι στην κριτική του στο «Ελεύθερον Βήμα» της 9ης Νοεμβρίου του 1935 ο Γιοκαρίνης απαντούσε: «Καλά που δεν έχουμε κυδώνια, γιατί θα σου άστραφτα, φίλτατέ μου, ένα κατακούτελα να ιδής τρύπα μια φορά». Για τους ίδιους στίχους ο πολύς Μυριβήλης έγραφε το γνωστό: «Αυτό το ζήτημα φαίνεται να απασχολή ζωηρά τον ποιητήν. Αν έχωμεν κυδώνια ή δεν έχωμεν. Αν ήτο ολιγώτερον συρρεαλιστής και περισσότερον προνοητικός, θα ανησυχούσε μάλλον να μάθη αν έχωμεν λεμονόκουπες». Τελικώς οι λεμονόκουπες όπως ξέρουμε έκαναν άλλη τροχιά…

«Ο θάνατος θα ΄ρθει και θα ΄χει τα μάτια σου»: O Τριβιζάς έχει μεταφράσει υποδειγματικά το έξοχο αυτό ποίημα και άλλα εξίσου σημαντικά του Παβέζε («Καστανιώτης», 1997) καθώς και ποιήματα του Ουνγκαρέτι ( Σπουδή θανάτου, «Καστανιώτης», 1998) και του Κουαζίμοντο ( Απλώνοντας το χέρι , « Μπιλιέτο», 1998). Έχει επίσης αποδώσει τα ελληνόφωνα μοιρολόγια και ερωτικά τραγούδια της Κάτω Ιταλίας («Καστανιώτης», 2001) και με τρόπο εξαιρετικό τα Σονέτα του σκοτεινού έρωτα του Λόρκα («Μικρή Άρκτος», 2004). Κριτική ετυμηγορία: Με εμφανώς σολωμικές καταβολές, οι οποίες δεν αλλοιώνουν τη δική του ευδιάκριτη φωνή, ο Τριβιζάς θητεύει σ΄ έναν χαμηλόφωνο (νεο)ρομαντισμό που επιδιώκει, μέσω μελωδικής γλώσσας και ευρηματικής εικονοποιίας, να παγιδεύσει, όπως ο ίδιος γράφει, «το σκίρτημα μιας φωνής/ την κίνηση ενός σώματος», να αποκαλύψει δηλαδή το κρυμμένο θάμβος του κόσμου, τη δύναμη εκείνη που μπορεί ν΄ ακυρώσει «τη θλιβερή προοπτική του σκοταδιού».

Βιβλιογραφία: Ποίηση: Το κέλυφος («Τραμ», 1982), Κίβδηλο φεγγάρι («Οδυσσέας», 1984), Βίος ασωμάτων («Υάκινθος», 1986), Βίος ασωμάτων και άλλα ποιήματα «(Νεφέλη», 1991), Τραγούδια από τον Λόρκα («Εριφύλη», 2002). Δοκίμιο: Το Πνεύμα του λόγου («Καστανιώτης», 2000).

Στίχοι: « Κάποτε συλλαβίζοντας τον ουρανό- / κάποτε αθροίζοντας μικρούς / ασήμαντους θανάτους ».