ΘΕΩΡΩ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΧΡΗΣΙΜΟ ΤΟΝ
ΔΗΜΟΣΙΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΓΙΑ ΤΗΝ
ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ,
ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΡΙΣΚΟ ΝΑ ΠΟΙΝΙΚΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ
ΑΠΟΨΕΙΣ Ή ΝΑ
ΕΚΤΟΞΕΥΟΝΤΑΙ ΖΩΟΜΟΡΦΟΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΙ
(ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ
ΙΣΩΣ ΔΥΣΑΡΕΣΤΟ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΤΙΚΟ).
ΔΙΟΤΙ ΑΝ ΔΕΝ ΠΑΡΟΥΝ
ΚΑΠΟΙΟΙ ΤΟ ΡΙΣΚΟ, ΠΩΣ ΘΑ
ΑΝΑΝΕΩΘΕΙ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΟΥ ΤΕΙΝΕΙ
ΠΡΟΣ ΤΗ ΜΟΝΟΦΩΝΙΚΗ ΧΟΡΩΔΙΑ
ΚΑΙ, ΚΥΡΙΩΣ, ΠΩΣ ΘΑ ΑΝΑΝΕΩΘΕΙ
Ο ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΓΝΩΜΗΣ;
Το σημαντικότερο είναι, κατά τη γνώμη μου, να ανακαλύψουμε, μέσα από τη διαμάχη που διεξάγεται στο «ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ», τον ρόλο που παίζουν οι διαμάχες στην ανανέωση των πολιτισμικών μας οριζόντων.

Από τη μεταπολίτευση και μετά, δεν έλειψαν οι πολιτισμικές αψιμαχίες και πόλεμοι, μολονότι δεν καταγράφηκαν συνήθως ως τέτοιοι:

το μονοτονικό, όλες χωρίς εξαίρεση οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, η ισότητα των γυναικών, η έκτρωση, ο πολιτικός γάμος, οι σχέσεις με την Τουρκία, οι σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι μετανάστες, το όνομα της Μακεδονίας, οι μειονοτικές γλώσσες και η ανάγκη προστασίας τους, τα ξενόφερτα πολιτιστικά πρότυπα, η «ένδεια» και η «ξύλινη» γλώσσα των νέων, η σημαιοφορία των Αλβανοπαίδων, η παγκοσμιοποίηση και η «ισοπέδωση» της κουλτούρας μας, το Κυπριακό και το σχέδιο Ανάν, τα σχολικά βιβλία Ιστορίας από τον Σταυριανό ώς τη Ρεπούση, η κατάργηση της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, τα «άσεμνα» έργα στις εικαστικές εκθέσεις, και, πιθανόν, η τρέχουσα διαμάχη για την επέκταση του συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης στα άτομα του ίδιου φύλου: Όλα αυτά και άλλα πολλά προκάλεσαν μικρότερες ή μεγαλύτερες συγκρούσεις που δίχασαν διανοούμενους και κοινή γνώμη, όχι πάντοτε πάνω στη διαχωριστική γραμμή του παλιού δίπολου συντηρητικοί- προοδευτικοί, αλλά μέσα από νέες ενδιαφέρουσες προσμείξεις που μένει να ερμηνευθούν κι αυτές.

Οι πολιτισμικοί πόλεμοι κηρύσσονται όταν διαφαίνεται η πιθανότητα επαναπροσδιορισμού και αναδιανομής του πολιτισμικού κεφαλαίου μιας κοινότητας ή μιας κοινωνίας από εσωτερικές ή εξωτερικές συγκυρίες. Ο φόβος απέναντι σ΄ αυτό το ενδεχόμενο ανακαλεί σε κάποιους ένα «πατριωτικό» σύνδρομο και ξεκινούν σταυροφορία προς υπεράσπιση των αξιών που πιστεύουν πως κινδυνεύουν (συνέχεια, ταυτότητα, σύμβολα, σύνορα κάθε είδους) ενώ, από την άλλη μεριά, η προσδοκία μιας αλλαγής ανακαλεί σε άλλους τα όπλα της κριτικής, της αμφισβήτησης, της διερεύνησης νέων σχέσεων και νέων προοπτικών, συναισθήματα απελευθέρωσης από τα παλιά στερεότυπα. Ανάλογα με την έκβαση της μάχης αυτού του συμβολικού πολέμου, προκύπτει τελικά η νέα διανομή του πολιτισμικού κεφαλαίου και η επικράτηση ενός νέου θεσμικού λόγου. Διεκδίκηση της ηγεμονίας είχε ονομάσει ο Γκράμσι αυτόν τον αναίμακτο πόλεμο.

Αλλά ενώ όλες αυτές οι διαμάχες αφορούν το περιεχόμενο της κουλτούρας, εκείνο το οποίο απουσιάζει ή δεν διακρίνεται σαφώς κάτω από την ανταλλαγή πυρών είναι το ζήτημα των πολιτισμικών διακρίσεων και των ανισοτήτων. Δηλαδή, με όρους Μπουρντιέ, η εξαιρετικά μονομερής και άνιση κατανομή του πολιτισμικού κεφαλαίου. Ο μεταπολεμικός κόσμος είδε το πρόβλημα και επινόησε τα πολιτισμικά δικαιώματα (Κέυνς), ενώ, για να είμαστε δίκαιοι, μια παρόμοια συζήτηση για τον εκδημοκρατισμό της κουλ τούρας είχε γίνει και την εποχή της Μελίνας. Απέναντί της, τότε, οι περισσότεροι διανοούμενοι στάθηκαν παγεροί, χλευαστικοί και καταγγελτικοί, βρίσκοντας την ευκαιρία να αποδείξουν πόσο αφοσιωμένοι ήταν, ως λειτουργοί και καρδινάλιοι, στην υψηλή κουλτούρα. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η ένσταση. Ο εκδημοκρατισμός της κουλτούρας δεν μπορούσε κατ΄ αυτούς παρά να είναι η ουσιαστική προσχώρηση στη μία και μοναδική, τη «γνήσια», την ποιοτική κουλτούρα, αυτή που προκρίνεται κοινωνικά ως άξια του ονόματός της, ενώ όλα τα άλλα είναι σκουπίδια. Απαντώντας σ΄ αυτήν την αντίληψη ο Ρέυμοντ Ουίλιαμς από δεκαετίες, υποστήριζε πως ο δείκτης του πολιτισμικού εκδημοκρατισμού μιας κοινωνίας δεν σημαίνει απλώς την ευρύτερη διάδοση της υψηλής κουλτούρας αλλά την αλλαγή της ίδιας της έννοιας της κουλτούρας, την πολιτισμική δημοκρατία, όπως θα την διακήρυσσε αργότερα, στη δεκαετία του ΄80, η Ουνέσκο. Αλλά οι Πολιτισμικές Σπουδές (Cultural Studies) που θα καλλιεργούσαν μια παρόμοια αντίληψη κουλτούρας και θα ερευνούσαν το πεδίο των πολιτιστικών πρακτικών, όχι μόνο δεν ενοφθαλμίστηκαν στην πολιτισμική μας θεωρία και κριτική, αλλά δεν κατάφεραν καν να διαβούν τις πύλες του ελληνικού πανεπιστημίου.

Συμπέρασμα: Όσοι επιμένουν να κλαίνε τη Ρωμιοσύνη μπορούν να απολαμβάνουν το πένθος τους, αλλά πρέπει να ξέρουν ότι αυτό έχει κοινωνικό κόστος και γίνεται δημοσία δαπάνη. Όσοι, πάλι, διανοούμενοι αναζητούν την ανανέωση των πολιτισμικών οριζόντων, θα πρέπει να αντιληφθούν ότι χωρίς την κριτική στις ανισότητες και τις διακρίσεις, στην πρόσβαση στα πολιτισμικά αγαθά, χωρίς την αμφισβήτηση του τρόπου που νοηματοδοτείται η έννοια της κουλτούρας, η προσπάθεια μένει εντός των τειχών. Εκτός αν θέλουν κι αυτοί να απολαμβάνουν εύκολες νίκες απέναντι στα πολιτισμικά κατάλοιπα της ένδοξης μεταπολίτευσης.