ΒΡΙΖΟΥΝ ΤΟΝ ΣΕΦΕΡΗ, ΑΦΕΛΛΗΝΙΖΟΥΝ ΤΟΝ ΣΟΛΩΜΟ, ΤΑΛΑΙΠΩΡΟΥΝ
ΤΟΝ ΡΙΤΣΟ ΚΑΙ ΛΕΝΕ ΤΟΝ ΚΑΒΑΦΗ ΑΔΕΡΦΗ. ΕΙΝΑΙ ΜΟΧΘΗΡΟΙ,
ΛΑΪΚΙΣΤΕΣ, ΕΘΝΟΠΡΟΔΟΤΕΣ. ΜΠΛΕΓΜΕΝΟΙ, ΕΞΩΝΗΜΕΝΟΙ, ΠΕΙΡΑΓΜΕΝΟΙ.
ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΟΥ ΑΝΔΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΦΥΛΕΤΙΚΗΣ ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΑΣ,
ΤΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ ΕΡΓΑΖΟΝΤΑΙ ΕΞΟΦΛΟΥΝ ΓΡΑΜΜΑΤΙΑ
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ. ΚΑΙ, ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ, ΕΧΟΥΝ ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΟΥΣ,
ΚΡΥΦΟΥΣ ΚΑΙ ΦΑΝΕΡΟΥΣ, ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΔΙΠΛΑ
ΜΑΣ. ΟΡΓΑΝΩΘΕΙΤΕ. ΞΕΣΚΕΠΑΣΤΕ ΤΟΥΣ. ΕΙΝΑΙ ΚΟΝΤΑ.
Υπερβάλλω λίγο (μα όμως μόνο λίγο) προσπαθώντας να δώσω την αίσθηση που κανείς αποκομίζει όταν διαβάσει μια από τις πολεμικές εναντίον «συγκεκριμένων νεοελληνιστών του εξωτερικού» ή των «νεοελληνιστών των αμερικανικών πανεπιστημίων». Τελευταίο δείγμα η επίθεση του Κώστα Γεωργουσόπουλου εναντίον του Βασίλη Λαμπρόπουλου, καθηγητή Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, από αυτές εδώ τις σελίδες προ δεκαπενθημέρου.

«Μα είναι τόσο σοβαρά τα πράγματα;» με ρώτησε αγχωμένος ένας γνωστός μου που μόλις είχε διαβάσει το κείμενο αυτό, όπου ο Λαμπρόπουλος χαρακτηριζόταν ως «πολιτισμικά σχιζοφρενής εθνοκτόνος με το πριόνι» και «Αννίτα Πάνια της Νεοελληνικής Φιλολογίας». Άντε τώρα να εξηγήσεις…

Γιατί μπορεί μερικές φιλολογικές διαμάχες να είναι ουσιαστικά τρικυμίες σε ρακοπότηρο, αυτή όμως εδώ δεν είναι. Εκφράζει αντίθετα τη βαθιά διάσταση μεταξύ δύο πολύ διακριτών τάσεων προσέγγισης των Νεοελληνικών Σπουδών, που κι αυτές με τη σειρά τους αντιστοιχούν σε δύο εντελώς διακριτές τάσεις αντιμετώπισης της (εθνικής) κουλτούρας σήμερα.

Ας ξεκαθαρίσω εξ αρχής ότι ούτε ο Λαμπρόπουλος ούτε ο Γεωργουσόπουλος μιλούν εξ ονόματος κάποιας συντεταγμένης ομάδας ανθρώπων. Ανήκουν απλώς σε δύο διαφορετικές «κοινότητες λόγου» που έχουν πάψει πια να επικοινωνούν μεταξύ τους. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε αντιπαράθεση είναι καταδικασμένη να επιτύχει ως επικοινωνιακό (μιντιακό) γεγονός, αλλά να αποτύχει ως απόπειρα επικοινωνίας.

Αγαπημένος μου Έλληνας συγγραφέας είναι, λέει ο Λαμπρόπουλος, «ο Dionisio Conte Salamon, νόθος γιος, γεννημένος Γάλλος, εβραϊκής καταγωγής, που έζησε σε ένα βρετανικό προτεκτοράτο μιλώντας ιταλικά και δεν πήγε στην Ελεύθερη Ελλάδα γιατί τη βρήκε στους Γερμανούς συγγραφείς». Πρόκειται για ρητορικό πυροτέχνημα με ουσιαστικό όμως στόχο: να προκαλέσει τη σιγουριά μας σε σχέση με την έννοια «εθνικός ποιητής» και να συντονιστεί με μια κριτική στρατηγική που κοιτάζει τη λογοτεχνία εντός ιστορίας, αντιμετωπίζοντάς την παράλληλα και ως προνομιακή έκφραση της διαφοράς. Διαβάζουν μια τέτοια αποστροφή κάποιοι Έλληνες κριτικοί, τρελαίνονται: σιγά μη μας τον βγάλεις και μπεκρή και πρόστυχο τον Σολωμό, εξανίστανται. Τέτοια διδάσκετε στους ξένους; Αντί να κοιτάτε την υψηλή ποίηση, την αισθητική, το «εθνικό είναι ό,τι είναι αληθές», και να προωθήσετε και καμιά ελληνοπρεπή θέση εκεί στο εξωτερικό, πάτε και μπερδευόσαστε με θεωρίες για να διδάξετε «ό,τι αρέσει στο κάθε αμερικανάκι».

Αυτό που αντιπαρατίθεται όμως ουσιαστικά είναι από τη μια ένας λόγος αυτοσυνείδητα κεντρόφυγος, μεταεθνικός, συχνά αυτοϋπονομευόμενος, και στρατηγικά ευρετικός.

Από την άλλη η κεντρομόλος σιγουριά της εθνικής παιδείας ως μεγέθους απόλυτου, η κριτική ομφαλοσκόπηση και η ετεροφοβία. Το ευρύτερο πλαίσιο αυτής της αντιπαράθεσης είναι το εξής (αναγκαστικά απλοποιώ): από τη μια μεριά βρίσκεται μια τάση αντιμετώπισης της λογοτεχνίας και της κουλτούρας κριτικά, ιστορικιστικά, συσχετιστικά. Αντί να θεωρείται απλή έκφραση μιας προϋπάρχουσας ταυτότητας, αναλύεται η πολύπλοκη σχέση της με τη διαμόρφωση της ταυτότητας, εθνικής και άλλης (γι΄ αυτό αξίζει να δει κανείς τον Καβάφη ως gay διασπορικό ποιητή· όχι γιατί «είναι της μόδας»). Με ανοίγματα στη διεπιστημονικότητα και τη θεωρία, τις πολιτισμικές σπουδές και τη σύγχρονη ιδεολογική κριτική, η άποψη αυτή επιμένει ότι πρέπει να δούμε την κουλτούρα ως τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνουμε αλλά και ταρακουνάμε μια αίσθηση εαυτού.

Στον αντίποδα βρίσκεται μια άλλη άποψη που θεοποιεί το Κείμενο (εις βάρος της προσωπικής ανάγνωσης, της παράστασης, της ανασκευής του) και θεωρεί την κουλτούρα σταθερή (και ενδεχομένως ανιστορική) πορεία προς την αλήθεια. Πιστεύει δηλαδή ότι λογοτεχνία και υψηλός πολιτισμός είναι η έκφραση ενός βαθύτερου, φυσικού, ταυτοτικά αφαιρετικού και εθνικά καθαρού εαυτού (ήτοι: ο Καβάφης δεν είναι γκέι, είναι απλώς Έλλην ποιητής, με τις δύο τελευταίες λέξεις εννοούμενες ως αξίες απόλυτες).

Ο Δημήτρης Παπανικολάου είναι λέκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Vassilis Lampropoulos

THE TRΑGΙC IDΕΑ

ΕΚΔ.: GΕRΑLD ΡUCΚWΟRΤΗ ΑΝD C. ΣΕΛ. 160,

ΤΙΜΗ 17 ΕΥΡΩ