Ένας άξιος συγγραφέας μπορεί να μείνει παραγνωρισμένος για δύο λόγους: ή επειδή δεν λέει να προσαρμοστεί στα κυρίαρχα λογοτεχνικά ρεύματα του καιρού του και στα ήθη του λογοτεχνικού σιναφιού (συνήθως αυτά τα δύο πάνε μαζί) ή επειδή οι περιστάσεις της ζωής τον κρατούν μακριά από τα μητροπολιτικά δίκτυα των “πολλών συναφειών”, που καθορίζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τη θέση ενός συγγραφέα στο χρηματιστήριο των λογοτεχνικών αξιών.

Στην πρώτη περίπτωση η μοίρα του συγγραφέα είναι σκληρή, αλλά στο κάτω κάτω οφείλεται σε δική του επιλογή και την απαλύνει η πίστη του ότι ο μοναχικός δρόμος του είναι ο σωστός. Στη δεύτερη περίπτωση η μοίρα του δεν είναι απλώς σκληρή, είναι συντριπτική. Παράγει ένα διαρκές, ψυχοφθόρο αίσθημα ματαίωσης και αποτυχίας, που θέλει πολλή αξιοπρέπεια, πολλή περηφάνια για να μη σκαλίσει οριστικά στο πρόσωπο την έκφραση της πίκρας ή, ακόμη χειρότερα, της κακομοιριάς.

Ο Στέφανος Σταμάτης (1932-2007), από τη Φιλιππιάδα της Ηπείρου, είχε τέτοια αποθέματα αξιοπρέπειας και περηφάνιας. Χάρη σ΄ αυτά άντεξε ώς το τέλος χωρίς μεμψιμοιρίες και αυτοταπεινώσεις το γεγονός ότι ήταν ίσως ο πιο αδικημένος ΄Ελληνας συγγραφέας από τη Μεταπολίτευση και δώθε. Η κριτική ασχολήθηκε μαζί του ελάχιστα έως καθόλου. Όλα τα βιβλία του, εκτός από ένα, βγήκαν από εκδοτικούς οίκους που δεν μπορούν να καυχηθούν για το μερίδιό τους στον, έστω ρευστό, Κανόνα της σύγχρονης λογοτεχνίας μας. Οι περισσότεροι συγγραφείς και μια σημαντική μερίδα των κριτικών αγνοούν ακόμη και το όνομά του.

Ο Στέφανος Σταμάτης έκανε μια απότομη και, με βάση την παράδοση της οικογένειάς του, απρόβλεπτη στροφή από τις νομικές σπουδές στη θαλασσινή ζωή.

Καπετάνιος του Εμπορικού Ναυτικού και, αργότερα, σ΄ ένα μικρό κρουαζιερόπλοιο, όργωσε τις θάλασσες του κόσμου, πριν εγκατασταθεί, γύρω στα εξήντα του, μόνιμα στην Πρέβεζα, όπου τον κρατούσαν οι υποχρεώσεις του δικού του ταξιδιωτικού γραφείου. Αυτή ήταν η αιτία της αθέλητης και παράταιρης απομόνωσής του από τους αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους, στους οποίους υπό διαφορετικές συνθήκες θα είχε διαλάμψει, και όχι μόνο για την ποιότητα της γραφής του. Γιατί ήταν ένας λόγιος (ο μόνος αληθινά λόγιος ναυτικός στην ελληνική λογοτεχνία) που συνδύαζε την εξαιρετική μόρφωση με την ευχάριστη παρουσία στις κοινωνικές συναναστροφές, χάρη στον βιωματικό πλούτο του, τον γοητευτικό τρόπο του να διηγείται και το απαράμιλλο φλεγματικό χιούμορ του.

Αυτός ο θαλασσόλυκος με τις βαθιές ρίζες στην ηπειρώτικη ενδοχώρα πρόλαβε να δει τυπωμένα, από το 1960 ώς τον θάνατό του στις αρχές της τρέχουσας χρονιάς, δέκα βιβλία του (έξι μυθιστορήματα, μία νουβέλα και τρεις συλλογές διηγημάτων), που φανερώνουν καλά αφομοιωμένες επιρροές από την παγκόσμια νεωτερική λογοτεχνίατον Κάφκα, τον Τζόις, τον Κόνραντ, τον Φώκνερ στην πρώτη γραμμή. Από τους ΄Ελληνες νεωτερικούς συγγραφείς τον έλκυε ιδιαίτερα ο Σκαρίμπας. Μια σκαριμπικής υφής ειρωνεία και έφεση προς το γκροτέσκο ανιχνεύονται εύκολα στο έργο του. Σε ορισμένα μάλιστα αφηγηματικά κείμενά του χαρακτηριστικοί ήρωες του Σκαρίμπα- ο Μαριάμπας, ο Αντώνης Σουρούπης από το Σόλο του Φίγκαρω- αναφέρονται με παιγνιώδη διάθεση ως υπαρκτά πρόσωπα.

Τη δεκαετία του 1970 ο Στέφανος Σταμάτης έγραψε δύο σχετικώς μικρά σε έκταση μυθιστορήματα που αποτελούν, κατά τη γνώμη μου, την κορύφωση του μυθιστοριογραφικού έργου του και δύο σημαντικές στιγμές του- τότε ακόμη ακμαίου και πρωτοποριακού- ελληνικού πεζογραφικού μοντερνισμού. Το πρώτο, Ο συνήγορος (1972), κάτι ανάμεσα σε καφκαϊκό εφιάλτη και αστυνομικό θρίλερ, μιλάει για το ηθικό δίλημμα και την τελική συντρι

Στέφανος Σταμάτης

Η ΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑΣ

ΕΚΔ.ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ, ΑΘΗΝΑ 2007,ΣΕΛ.

285,ΤΙΜΗ:12,54 ΕΥΡΩ

βή ενός ανθρώπου που, όντας δέσμιος μιας πανίσχυρης κρατικής αρχής, αναγκασμένος να συμμετέχει με πλαστό πρόσωπο σ΄ ένα μυστικό πρόγραμμα με ασαφή σκοπό, προσπαθεί ανεπιτυχώς να σώσει μια αθώα κοπέλα που κατηγορείται για φόνο. Η ιστορία διαδραματίζεται μέσα σ΄ ένα κλίμα καταδυνάστευσης, φόβου, αβεβαιότητας, αποκρύψεων, αποσιωπήσεων, χαρακτηριστικό εκείνων των χρόνων στην Ελλάδα της δικτατορίας. Το δεύτερο μυθιστόρημα, το Ιάσονας ο Ξένος (1980), είναι μια πολυφωνική σύνθεση που θεματοποιεί με μεταφορικό τρόπο, ιδιαίτερα πετυχημένο, τις ματαιωμένες είτε ανολοκλήρωτες ιστορικές απόπειρες χειραφέτησης της Ελλάδας και την εσωτερίκευση της υποτέλειας του ΄Ελληνα στους οικονομικά ισχυρούς ξένους, μέσα στις συνθήκες που δημιουργούσε η ραγδαία τουριστικοποίηση της χώρας εκείνη την εποχή. Το κύκνειο άσμα του Σταμάτη, η συλλογή διηγημάτων Η στροφή της Κλεοπάτρας, πήρε τη μορφή βιβλίου όταν ο δημιουργός του είχε σβήσει πια. Ο τόμος αυτός όμως είναι μια πλήρης σύνοψη των θεματολογικών ανησυχιών του, του φάσματος των διαθέσεών του και των τεχνικών του, σαν να ήθελε ο συγγραφέας να αποστάξει σ΄ ένα υστερόγραφο, σ΄ ένα επίμετρο την ουσία ενός έργου τεσσάρων δεκαετιών που πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Όπως πολλοί πεζογράφοι του όψιμου μοντερνισμού (ίσως οι περισσότεροι), ο Σταμάτης λειτουργούσε καλύτερα στη μικρή φόρμα: όταν η περιγραφή ενός κατακερματισμένου κόσμου έχει ουσιαστικά ολοκληρωθεί, τα μέρη, τα κομμάτια παρουσιάζουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον από το απορρυθμισμένο σύνολο, γιατί έχουν αποκτήσει ένα είδος αυτονομίας.

Τα 26 διηγήματα της συλλογής μπορούν να χωριστούν σε πέντε κατηγορίες: τα ηπειρώτικα, τα θαλασσινά, τα ερωτικά, τα αστικά και τους αλληγορικούς μύθους. Περιττό να σημειώσω τη σχηματικότητα της κατάταξης, αφού στοιχεία μιας κατηγορίας είναι φυσικό να εμφανίζονται και σε δείγματα μιας άλλης. Ο ερωτισμός, για παράδειγμα, δεν περιορίζεται στα “ερωτικά διηγήματα”, αλλά είναι διάχυτος σε ολόκληρο το έργο του Σταμάτη. Εκδηλώνεται με μια χαρακτηριστικά αμφιθυμική μορφή, που πολλές φορές είναι μεταφορά για κάτι άλλο. Η γυναίκα είναι από τη μια αντικείμενο ενός έμμονου σαρκικού πόθου, από την άλλη ένα άπιαστο όνειρο τελείωσης και ευτυχίας ή, αντίθετα, απειλή και πρόξενος συμφορών. Στο διήγημα «“Τα Βήματα της Χαράς”», λόγου χάρη, ο ήρωας αναζητεί απεγνωσμένα μια πόρνη που εμφανίζεται και εξαφανίζεται σαν οπτασία, χαρίζοντας ενδιάμεσα στους άνδρες ανεπανάληπτες στιγμές ευδαιμονίας. Ενώ στο διήγημα «Ο λοστρόμος του “Φαέθων”» οι ανομολόγητες επιθυμίες που γεννάει στους άνδρες του πληρώματος ενός φορτηγού πλοίου η νεαρή και τσαχπίνα σύζυγος του πλοιάρχου δείχνουν να είναι η αιτία μιας σειράς από δυστυχήματα, φαινομενικά άσχετα με την παρουσία της στο καράβι. Γενικά, τα θαλασσινά διηγή ματα του Σταμάτη χαρακτηρίζονται από έναν αποστασιοποιημένο, αλλά όχι ψυχρό ρεαλισμό, καθώς ο χαρακτήρας που αφηγείται κάθε φορά αυτές τις ιστορίες διαφέρει, όπως και ο ίδιος ο συγγραφέας, στη μόρφωση και τις ευαισθησίες από το τσούρμο, είναι όμως και αυτός μέλος του πληρώματος, επαγγελματίας ναυτικός. Αυτή η εκ των ένδον, αλλά πλάγια ματιά στη θαλασσινή ζωή είναι κάτι σπανιότατο στη λογοτεχνία μας. Στον αντίποδα, στα “αστικά” διηγήματα κυριαρχούν, με γκροτέσκες μορφές, η αλλοτρίωση του σύγχρονου ανθρώπου και η σύνθλιψη της προσωπικότητας στα γρανάζια της εξουσίας και της γραφειοκρατίας, όπως στο «Α.Μ.Κ.Α.», όπου ένας πολίτης καταρρέει πασκίζοντας να αποκρυπτογραφήσει ένα αινιγματικό αρκτικόλεξο σ΄ ένα δημόσιο έγγραφο που τον αφορά. Ανάμεσα στους αλληγορικούς μύθους, για να πάμε σε μια άλλη κατηγορία, ξεχωρίζει το διήγημα «Το τελευταίο ξυπνητήρι», όπου σχολιάζονται ειρωνικά οι συνέπειες της τεχνολογικής προόδου σε μια κοινωνία που δεν είναι έτοιμη να τη δεχτεί ή δεν την έχει ανάγκη.

Τα πιο ζεστά, τα πιο υποβλητικά διηγήματα της συλλογής είναι ωστόσο τα ηπειρώτικα. Πράγμα όχι παράξενο, αφού σ΄ αυτά ο συγγραφέας αντλεί από τα παιδικά βιώματά του. Και φαίνονται εδώ καθαρά οι συγγένειες του Σταμάτη με άλλους Ηπειρώτες συγγραφείς: η εσωστρεφής διάθεση, η συγκρατημένη μελαγχολία, η χοϊκή στοχαστικότητα, η αίσθηση της παρουσίας του υπερβατικού στον φυσικό κόσμο και την ανθρώπινη καθημερινότητα. Και αν έπρεπε να διαλέξουμε από αυτή τη συλλογή ένα διήγημα που μπορεί να δείξει από μόνο του πόσο αδικήθηκε ο Στέφανος Σταμάτης από την ολιγωρία της κριτικής, αυτό θα ήταν το εναρκτήριο: το καταπληκτικό, τόσο πολυσήμαντο στην αφηγηματική αμεσότητά του «Ο Αετός».