Μπήκε στην ίδια τη λογική του κακού και ερεύνησε την «αλήθεια» μιας γενοκτονίας. Όχι πλέον μέσα από τη φωνή και την οπτική των θυμάτων, αλλά μέσα από εκείνη των δραστών για την οποία ελάχιστα γνωρίζουμε- κυρίως από τις απολογίες τους στις δίκες της Νυρεμβέργης, από τη δίκη του ΆΪχμαν στην Ιερουσαλήμ και από λιγοστά βιβλία με απομνημονεύματα και μαρτυρίες τους. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι ο Τζόναθαν Λίτελ έφερε εις πέρας ένα πολύ τολμηρό εγχείρημα. Πώς όμως έφτασε εκεί, ποια τεχνάσματα ανιχνεύονται στο μυθιστόρημά του και ποια είναι τα μυστικά των «Ευμενίδων»; Σε τι συνίσταται η επικαιρότητά τους;

Ο Τζόναθαν Λίτελ, με το μυθιστόρημά του Οι Ευμενίδες (2006), γνώρισε πρωτοφανή επιτυχία για πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα: κέρδισε βραβεία διεθνούς κύρους, το γαλλικό Γκονκούρ και το βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας, πούλησε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα και, το κυριότερο, το βιβλίο του μέσα σε ελάχιστο χρόνο έγινε θέμα σε εφημερίδες και περιοδικά και συζητιέται με πάθος στα blogs. Στο μυστικό αυτής της επιτυχίας αναμφίβολα συνετέλεσε το τολμηρό θέμα του.

Το εγχείρημα του Λίτελ να επιλέξει και να σκηνοθετήσει τη φωνή ενός «δημίου» ήταν αναμφίβολα δύσκολο, και το ίδιο το βιβλίο είναι εμφανώς αποτέλεσμα μεγάλου μόχθουεπί πέντε χρόνια ασχολήθηκε ο συγγραφέας με τη μελέτη και την έρευνα της ιστορίας τόσο από την πλευρά των νικητών όσο και των ηττημένων, για να συγκεντρώσει το απαραίτητο υλικό για το μυθιστόρημά του.

Η ανάγνωση του βιβλίου φέρνει στο προκείμενο ζητήματα αισθητικής, φιλοσοφικής όσο και ηθικής τάξης, που έχουν σχέση με τα όρια και την «αλήθεια» του ρεαλισμού, όταν ο συγγραφέας καταπιάνεται με ιστορικά θέματα.

Η ΑΠΟΛΑΥΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ. Σε ένα μυθιστόρημα με παρόμοιο θέμα, θα έλεγε κανείς ότι δεν μπορούμε να μιλάμε γι΄ αυτό που ο Ρολάν Μπαρτ ονόμασε «απόλαυση του κειμένου». Όμως η απόλαυση της ανάγνωσης δεν εξαρτάται από την απολαυστικότητα του θέματος, αλλά από την τέχνη του συγγραφέα, την ικανότητά του να μας δίνει ερεθίσματα για σκέψη, σύγκριση, αναστοχασμό, ταύτιση, αναπόληση, έκπληξη ή παραξένισμα, με δυο λόγια να κάνει την ανάγνωση μια πλούσια και πολυδιάστατη εμπειρία. Ο Λίτελ επέλεξε τη μορφή του μονοφωνικού μυθιστορήματος σε πρώτο πρόσωπο, δηλαδή μια μίμηση αυτοβιογραφίας: ένας αφηγητής, σε όλη τη διάρκεια των 950 σελίδων του βιβλίου, αφηγείται τη ζωή και τη δράση του. Αυτή η ψευδο-αυτοβιογραφία διαθέτει τεράστια δύναμη πειθούς. Ο αναγνώστης σύντομα ξεχνά ότι διαβάζει μυθιστόρημα και θεωρεί ότι το πρόσωπο που αφηγείται είναι αληθινό. Μια τέτοια αφήγηση, που ανακαλεί την εκ βαθέων εξομολόγηση, δεν είναι μόνο πειστική, αλλά εξασφαλίζει την επικοινωνία με τον αναγνώστη, την αγαθή του προαίρεση να κατανοήσει, να συμμεριστεί, να έρθει στη θέση του αφηγητή. Αυτή τη στάση κατανόησης του αναγνώστη ο αφηγητής την εκμαιεύει στην αρχή του μυθιστορήματος χάρη σε ένα ευφυές ρητορικό τέχνασμα, αποκαλώντας μας «αδελφούς»- σαν ένας άλλος Μποντλέρ. Στη συνέχεια, αφού μας περιγράψει την τωρινή του ζωή- ζει με ψεύτικο όνομα κάπου στη Γαλλία- και τους λόγους που τον κάνουν να γράφει τις αναμνήσεις του, μας διαβεβαιώνει ότι όλοι μας θα μπορούσαμε να βρεθούμε στη θέση του κάτω από ανάλογες συνθήκες, και ότι πριν από τον πόλεμο ήταν ένας «κανονικός άνθρωπος». «Ποιος θέλει να σκοτώνει;» αναρωτιέται και προχωρεί στον θλιβερό απολογισμό των ολοκληρωτικών καθεστώτων, του ναζιστικού και του σταλινικού, που μετέτρεψαν τους πολίτες τους σε «δήμιους».

Ο Τζόναθαν Λίτελ, σ΄ αυτή την ψευδοαυτοβιογραφία με μορφή μυθιστορήματος, κατασκευάζει έναν αφηγητήπρωταγωνιστή που ονομάζεται Μαξ Άουε. Το όνομά του ανακαλεί εκείνο του Γερμανού επικού ποιητή του Μεσαίωνα, Ηartmann von Αue. Η ομοιότητα είναι πρόδηλη, αφού ο Μαξ Άουε αφηγείται το «έπος» του Γ΄ Ράιχ, σε θέσεις ανάλογες με την ιδιότητά του ως αξιωματούχου των SS: στις πρώτες ομαδικές εκτελέσεις Εβραίων στην Ουκρανία, στη μάχη του Στάλινγκραντ και στο Άουσβιτς, απ΄ όπου σύμφωνα με τη θεωρία φυλετικής υγιεινής των ναζί, θα απαλλασσόταν το υγιές εθνικό-κοινωνικό σώμα από τις «ακαθαρσίες» του, δηλαδή τις κατώτερες φυλές των Εβραίων, των Σλάβων, των Τσιγγάνων κ.ά.

ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ. Η αφήγηση των γεγονότων του πολέμου και της γενοκτονίας από τον Άουε είναι, ιστορικά, απολύτως επαληθεύσιμη. Για να δώσει πειστικότητα στη φωνή του πρωταγωνιστή του, ο Λίτελ χρησιμοποιεί την ξύλινη και γραφειοκρατική γλώσσα των ναζί, με εμμονή στα νούμερα και τις λεπτομέρειες. Όμως τέτοιες περιγραφές, μακροσκελείς και πολυσέλιδες γίνονται άκρως κουραστικές· τότε παρεμβάλλεται μια άλλη γλώσσα, πιο λυρική και ποικιλμένη, η γλώσσα της λογοτεχνίας. Διότι ο Μαξ Άουε δεν είναι μόνο ένας διδάκτωρ Νομικής που έγινε SS και μπορεί να ξεσκολίζει νούμερα και στοιχεία για τα στρατόπεδα εξόντωσης· μπορεί παράλληλα να πραγματεύεται με αδαμάντινη λογική ζητήματα της ιστορίας, με εμφανείς πηγές διαπρεπείς ιστορικούς του Ολοκαυτώματος όπως ο Raul Ηilberg και ο Christofer Βrowning, και φιλοσοφίας όπως η Ηannah Αrendt· είναι, επιπλέον, και φιλότεχνος, με μεγάλη λογοτεχνική παιδεία, λάτρης των Γερμανών και Γάλλων κλασικών, τους οποίους συχνά επικαλείται. Αυτή η μεικτή, πλούσια και αντιφατική γλώσσα του Άουε ταιριάζει με την ιδιόμορφη ψυχοσύνθεση που του αποδίδει ο δημιουργός του, αλλά προπάντων είναι ένα ευφυές μυθοπλαστικό τέχνασμα, γιατί εξασφαλίζει την επικοινωνία με τον αναγνώστη: όλοι συγκινούμαστε μπροστά σε έναν συνάνθρωπο που διάβασε τα ίδια βιβλία με εμάς, άκουσε τις ίδιες μουσικές. Μας κολακεύει αυτή η αίσθηση της κοινής περιουσίας γνώσεων, εκμαιεύει τη συμπάθειά μας, ακόμη και τη συνενοχή μας για πολλές από τις σκέψεις του «δημίου», αν όχι για τις πράξεις του. Μας κολακεύει τόσο ώστε να ξεχνάμε τον ρόλο που έπαιξε στην εδραίωση αυτής της κουλτούρας ο αντισημιτισμός, δηλαδή η κατασκευή ενός «ξένου» εσωτερικού εχθρού.

Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΙΚΩΝ ΥΓΡΩΝ. Σημαντικό και άκρως εντυπωσιακό στοιχείο του βιβλίου είναι η αναπαράσταση σκηνών της θηριωδίας του πολέμου και της γενοκτονίας. Το ζήτημα ο συγγραφέας το χειρίζεται ακολουθώντας επίσης μια αποτελεσματική και δοκιμασμένη συνταγή των ρεαλιστικών περιγράφων με κυρίαρχο το υγρό στοιχείο: εκατοντάδες σελίδες με «πολεμικές» σκηνές του μυθιστορήματος διαβρέχονται από ένα μείγμα από αίμα, ιδρώτα, σπέρμα, ούρα και περιττώματα. Δεν είναι τυχαία η εμμονή στο υγρό στοιχείο: τα υγρά ακυρώνουν μεταφορικά τη στερεή και υγιή ποιότητα της ζωής, για να της προσδώσουν τη χροιά της νόσου, της ανασφάλειας, του κινδύνου. Η ίδια η ρεαλιστική αναπαράσταση, σύμφωνα με τον μεγάλο θεωρητικό του ρεαλισμού Έρικ Άουερμπαχ, έχει την καταγωγή της στην όψιμη αρχαιότητα, όταν οι Ρωμαίοι και πρωτοχριστιανοί συγγραφείς άρχισαν να κάνουν χρήση του λεκτικού υλικού που αναφέρεται στα υγρά του σώματος. Η μέθοδος των «σωματικών υγρών», σε συνδυασμό με τη λάσπη των χαρακωμάτων, έγινε βέβαιη συνταγή εντυπωσιασμού και επιτυχίας στην πολεμική λογοτεχνία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η ΛΑΓΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΣΧΗΜΙΑΣ. Η επιτυχία του μυθιστορήματος του Λίτελ μου θύμισε την επιτυχία που είχε, πριν από τριάντα περίπου χρόνια, μια ταινία με παραπλήσιο θέμα, «Ο θυρωρός της νύχτας», με τους Ντερκ Μπόγκαρτ και Σάρλοτ Ράμπλινγκ. Εκεί παρακολουθούσαμε τους έρωτες ενός SS με μια κρατούμενη σε στρατόπεδο εξόντωσης. Η ταινία είχε ωστόσο προκαλέσει την έντονη αντίδραση ορισμένων κριτικών που ήσαν ενάντιοι στην αισθητικοποίηση που προϋποθέτει το έργο της τέχνης, όταν το θέμα είναι μια γενοκτονία. Όμως εκείνος ο παλιός «Θυρωρός της νύχτας», ένας ερωτευμένος SS, μοιάζει με άγγελο μπροστά στον Μαξ Άουε. Εκείνος ήταν μετανοημένος, ετούτος είναι αμετανόητος· εκείνος δολοφονείται από τους παλιούς συντρόφους του, ετούτος γίνεται φονιάς με κεκτημένη ταχύτητα, αφού επεκτείνει τη φονική δράση του όχι μόνο στα στρατόπεδα αλλά και στην ατομική ζωή, σκοτώνοντας τη μητέρα του, για να την εκδικηθεί, και τον καλύτερο φίλο του, για να εξαλείψει τα στοιχεία και να εξασφαλίσει τη δική του επιβίωση. Η πρόοδος του Μαξ Άουε σ΄ αυτό το «έπος» της θηριωδίας ίσως οφείλεται στο ότι σήμερα, στην εποχή των μικρών αλλά απανταχού συντελούμενων γενοκτονιών, το «καλό» μοιάζει αφελές και πληκτικό, ενώ το «κακό», αυτό που ο Ουμπέρτο Έκο ονόμασε «λαγνεία της ασχήμιας», πουλάει παντού.

Η ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΛΑΚΕΙΑΣ. Πώς, λοιπόν, αφηγείται ένας «δήμιος»; Μετά την ανάγνωση των Ευμενίδων του Λίτελ, το ερώτημα κατά τη γνώμη μου μένει χωρίς απάντηση, ίσως σαν ψευδοπρόβλημα. Το ίδιο ερώτημα που απασχόλησε τον Λίτελ, είχε απασχολήσει παλιότερα τον Ρώσο συγγραφέα Βασίλι Γκρόσμαν στο κλασικό μυθιστόρημά του Ζωή και πεπρωμένο, που ο Λεβινάς χαρακτήρισε σημαντικότερο μυθιστόρημα του 20ού αιώνα, δυστυχώς αμετάφραστο ακόμη στην Ελλάδα. Όμως ο Γκρόσμαν για το μυθιστόρημά του είχε επιλέξει μια θαυμαστή πολυφωνική σύνθεση, με παράλληλες αφηγήσεις θυτών και θυμάτων, που δραστηριοποιούσε την κριτική σκέψη του αναγνώστη χωρίς να τον κολακεύει και να τον εντυπωσιάζει είτε με την ξύλινη γλώσσα της γραφειοκρατίας, είτε με τον φλύαρο λυρισμό της δυτικής καλολογίας. Ίσως ο ευρηματικός συνδυασμός αυτών των δύο να είναι το καινούργιο που κομίζει ο Λίτελ, στο «έπος» του. Και ίσως να κατορθώνει εντέλει να φτιάξει μια γλώσσα που αντανακλά εκείνην των ανθρώπων που οργανώνουν τις σύγχρονες γενοκτονίες. Όμως εδώ το αισθητικό κριτήριο αποκτά ηθική διάσταση ακριβώς επειδή αυτή η γλώσσα του θανάτου νομιμοποιείται ως πολιτισμικό αγαθό σε ένα έργο λογοτεχνίας.