Τα βέλη του Τσόμσκι στρέφονται και απέναντι στον διηνεκή στόχο τιου: τα mainstream μίντια, τα οποία μονίμως ψεύδονται, είτε σχετικά με τα αίτια του πολέμου στο Ιράκ και την εξέλιξή του, είτε σχετικά με τη γνώμη των Αμερικανών για επιχορηγούμενο από το κράτος- ή όχισύστημα υγείας, κ.ο.κ..

Το πιο ζουμερό κομμάτι του βιβλίου, όμως, δεν είναι αυτό. Είναι οι παραλληλισμοί- υπερβολικοί και πάλι- της πολιτικής διαφήμισης και της προπαγάνδας με τις αντίστοιχες των ναζί. Η ανάλυσή του για τις εκλογές 2004 είναι διαφωτιστική όσο και τρομακτική για το μέλλον και τις παρενέργειες της «τηλεοπτικής δημοκρατίας». Ο Τσόμσκι εδώ δεν ανακαλύπτει την Αμερική όταν διαπιστώνει ότι το πολιτικό μάρκετινγκ χρησιμοποιεί τις ίδιες τεχνικές με αυτές της προώθησης αγαθών.

Ωστόσο έχει πολύ ενδιαφέρον, όταν αναλύει τον τρόπο με τον οποίο οι γκουρού των κομμάτων εκμεταλλεύθηκαν τους θρησκευόμενους ψηφοφόρους, ανάγοντας τα «πολιτισμικά ζητήματα» σε πρωταρχικό θέμα των εκλογών. Ήδη από τη δεκαετία του ΄80, γράφει, «ορισμένοι προσεκτικοί παρατηρητές επεσήμαιναν παραλληλίες ανάμεσα στην κινητοποίηση του θρησκευτικού εξτρεμισμού κατά την άνοδο των ναζί («Γερμανική Χριστιανική Εκκλησία») και στο ενδεχόμενο να εκδηλωθεί στις ΗΠΑ ένας “χριστιανοφασισμός”». Συγκεκριμένα, οι φονταμενταλιστές χριστιανοί κατέχουν πλέον την πλειονότητα των εδρών σε 36% επί του συνόλου των πολιτειακών επιτροπών του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, δηλαδή σε 18 από τις 50 Πολιτείες.