Είτε το θέλει κανείς είτε όχι, το βουητό από τα πρόσφατα οικονομικά σκάνδαλα τρυπώνει στα κρανία και αναμοχλεύει ανάλογες καταστάσεις στο παρελθόν. Οι μεγαλύτεροι θυμούνται, συγκρίνουν, κουνάνε σκεφτικοί τα κεφάλια τους. Οι μικρότεροι όμως; Τι μπορεί να πει κανείς σ΄ ένα παιδί που ρωτάει γι΄ αυτά, όπως θα ρωτούσε για τις μουλωχτές κινήσεις της αλεπούς ή για το πόσο φαρμακερό είναι το δάγκωμα του σκορπιού; Τα ανήλικα ζητούν να μάθουν για τη φύση των πραγμάτων. Από τι είναι φτιαγμένος ο κόσμος, ώστε οι άνθρωποι να θέλουν να κλέβουν, ακόμη κι απ΄ αυτούς που δεν έχουν; Ή μήπως έτσι είναι φτιαγμένοι ειδικά οι Έλληνες; Στα αυθόρμητα ερωτήματα της μικρής ηλικίας οι απαντήσεις οφείλουν, παρά τις δυσκολίες, να είναι σαφείς. Ακριβώς όμως εδώ, στο κρίσιμο σημείο, τόσο η οικογένεια όσο και το σχολείο οπισθοχωρούν. Προφανώς δεν θα ήθελαν να δημιουργηθεί η εντύπωση στα παιδιά ότι η κοινωνία στην οποία θα ζήσουν είναι στοιχειωμένη από κάποιους δαίμονες της απάτης και της πονηριάς. Στην περίπτωση αυτή η κατάθλιψη θα ερχόταν πολύ πριν εμφανιστούν οι πρώτες ρυτίδες. Να όμως που αυτό ήδη συμβαίνει! Δεν είναι μήπως φανερό ότι η νέα γενιά τείνει στην παραίτηση, στην αποχή απ΄ όσα συντελούνται γύρω της; Η άλλη όψη αυτής της αποχής είναι η βία στην οποία καταφεύγουν μερικές ομάδες, η βία της συμμορίας ή της αγέλης που χτυπάει τυφλά.

Τίποτε το διαφορετικό απ΄ αυτό δεν μπορούμε να περιμένουμε όσο η εκπαίδευση σηκώνει τα χέρια της μπροστά στο αμείλικτο νεανικό σύνθημα: «αφού είναι όλοι έτσι, θα δράσουμε κι εμείς εναντίον όλων». Μοιραία κατάληξη, πράγματι, αφού αν προσπαθήσει ένας δάσκαλος σήμερα να διορθώσει κάπως αυτή την πεποίθηση, τη διάχυτη στη νεολαία, το πιο πιθανό είναι ότι θα χαρακτηριστεί «ηθικιστής». Ο νεοφιλελεύθερος άνεμος που φύσηξε παντού πέρασε και μέσα στις σχολικές αίθουσες και ξετίναξε οτιδήποτε ρίζωνε στις εμπειρίες, στη μνήμη, στις αφηγήσεις. Έτσι, όποια αναφορά κι αν γίνει σε παραδειγματικές πράξεις προσφοράς ή αυταπάρνησης θα θεωρηθεί δείγμα εξιδανίκευσης

ΟΣΟ ΚΙ ΑΝ ΗΧΟΥΝ

ακόμη στ΄ αυτιά μας τα παλιά λογύδρια από τις επετείους και τις γιορτές, αυτός δεν είναι λόγος για να μην προσπαθήσουμε να συγκροτήσουμε ένα νέο λόγο περί του Εξαιρετικού

και, προς Θεού, για να ξέρει κανείς πού βρίσκεται και πού πηγαίνει τα ιδεώδη δεν είναι η καλύτερη πυξίδα. Αυτό πρεσβεύουν οι ρεαλιστές παιδοτεχνικοί. Λένε πως διδάσκουν την κριτική, στην πραγματικότητα όμως προτείνουν την πιο ευέλικτη προσαρμογή σ΄ αυτό που υποτίθεται ότι κρίνουν.

Κ ι όλα αυτά με βάση το αξίωμα ότι η διδασκαλία δεν πρέπει να προκαταλαμβάνει τους μαθητές, να τους δεσμεύει, λες και θα ήταν ποτέ δυνατόν η συνείδηση ενός παιδιού να τρέφεται μόνο με σκέτα «γεγονότα». Όμως κι έτσι να ήταν, γιατί δεν προβάλλονται και δεν ερμηνεύονται γεγονότα όπως οι αγώνες εναντίον των κατακτητών παλαιότερα, οι ηρωικές πράξεις, οι εθνικές ευεργεσίες;

Θα πείτε πως αυτά θα θύμιζαν τον στόμφο και τα κηρύγματα μιας άλλης εποχής. Ωστόσο, από έναν άλλο δρόμο η δική μας εποχή μάς αναγκάζει να επανέλθουμε στο ίδιο πρόβλημα. Κι όσο κι αν ηχούν ακόμη στ΄ αυτιά μας τα παλιά λογύδρια από τις επετείους και τις γιορτές, αυτός δεν είναι λόγος για να μην προσπαθήσουμε να συγκροτήσουμε ένα νέο λόγο περί του Εξαιρετικού. Είναι μια πρόκληση την οποία δεν αντιλαμβάνονται βέβαια συγγραφείς εγχειριδίων όπως αυτό της Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, όμως υπάρχουν αρκετοί άλλοι εκπαιδευτικοί που θα ανταποκρίνονταν πρόθυμα. Θ΄ άρχιζαν αυτοί να μιλούν, για παράδειγμα, για εκείνους που δεν δίστασαν κάποτε να δώσουν την ενέργεια, την περιουσία ή και τη ζωή τους για την ενίσχυση του ανθρώπινου συνόλου στο οποίο πίστευαν ότι ανήκαν. Αν οι εθνικοί ευεργέτες δίνουν τα πλούτη τους στην πατρίδα, είναι γιατί αναγνωρίζουν ότι τής το οφείλουν. Θα ήταν άραγε και σήμερα εφικτό κάτι τέτοιο; Σήμερα που όλοι αγανακτούν, επειδή η πατρίδα, η κοινωνία, οι θεσμοί δεν παρέχουν αρκετά, δεν εξυπηρετούν, δεν αμείβουν; Φαίνεται ότι μέσα στα ανθρώπινα δικαιώματα έχει οριστικά περιληφθεί και το δικαίωμα της είσπραξης γενικώς. Παντού χέρια απλωμένα για να λάβουν. Ομολογουμένως είναι πολύ δύσκολο να γίνει πιστευτό ότι το να προσφέρει κάποιος χωρίς να λογαριάζει την άμεση ανταπόδοση τον κάνει, πάνω απ΄ όλα, να αισθάνεται δυνατός. Αρκετά δυνατός, ώστε να μπορεί να αναγνωρίζει ότι όσα έχει πάντα κάπου τα χρωστάει. Αρκετά δυνατός, ώστε να λυτρώνεται από την ανάγκη και να γίνεται δημιουργός. Δύσκολο πια να το νιώσουν αυτό οι πρεσβύτεροι. Για χάρη των νεώτερων, όμως, πρέπει να υποθέσουμε ότι γι΄ αυτούς υπάρχουν ακόμη περιθώρια και ότι η μιζέρια δεν έχει γίνει ακόμη γονίδιο.

Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.